εἰρωνικός
Ὅπου βία πάρεστιν, οὐ σθένει νόμος → Quo vis irrumpit, ibi nihil leges valent → Da, wo Gewalt obherrscht, ist kein Gesetz in Kraft
English (LSJ)
ή, όν, dissembling: hence, hollow, insincere, Pl.Sph. 268a; τὸ εἰ. εἶδος Id.Lg.908e; εἰρωνικόν τι ὑπομειδιάσας Hld.10.14. Adv. -κῶς mockingly, Ar.V.174, Pl.Smp.218d, etc.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1que actúa con simulación o falsedad, simulador εἰ. μιμητής de los sofistas, Pl.Sph.268a, cf. Lg.908e
•subst. τὸ εἰ. modestia fingida, en sent. posit. σχεδ[ὸν] δὲ καὶ πᾶν τὸ εἰ. μεγαλοπρεπές ret. en POxy.410.122.
2 irónico τὸ τῆς ... φιλοσοφίας ἦθος οὐ κοινὸν οὐδὲ εἰρωνικόν de Dion de Prusa, Philostr.VS 487, ἔπαινος Sch.Er.Il.5.277, cf. 7.189-190
•neutr. como adv. irónicamente γελάσας οὖν εἰρωνικόν ... εἶπεν Hld.3.7.2, cf. 10.14.6
•burlón εἰρωνικοῖς τοῖς νεύμασιν Hld.10.31.4, τὸ βωμολοχικὸν καὶ εἰρωνικόν (ἦθος) del mono, Adam.2.2.
II adv. -ῶς
1 con disimulo, haciéndose el inocente οἵαν πρόφασιν καθῆκεν, ὡς εἰ. Ar.V.174.
2 irónicamente, con ironía rayana en la burla μάλ' εἰ. ... ἔλεξεν ref. a Sócrates, Pl.Smp.218d, cf. Aesop.250.3, Anon.Hier.Luc.31.81, γελάσας πάνυ εἰ. D.Chr.15.10, cf. 53.5, Dam.in Phlb.23.
German (Pape)
[Seite 736] ironisch; μιμητής Plat. Soph. 268 a; τὸ εἰρωνικόν, Heuchelei, Legg. X, 908 e. – Adv., Ar. Vesp. 174; λέγειν, Plat. Conv. 218 d u. öfter.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui fait l'ignorant ; τὸ εἰρωνικόν l'ignorance feinte, la dissimulation.
Étymologie: εἴρων.
Greek (Liddell-Scott)
εἰρωνικός: -ή, -όν, προσποιούμενος, ὑποκρινόμενος, Πλάτ. Σοφ. 268Α· τὸ εἰρωνικὸν = εἰρωνεία, ὁ αὐτ. Νόμ. 908Ε. ― Ἐπίρρ. -κῶς Ἀριστοφ. Σφ. 174, Πλάτ. Συμπ. 218D, κτλ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM εἰρωνικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
αυτός που λέγεται για ειρωνεία, περιπαικτικός
αρχ.
προσποιητός.
Greek Monotonic
εἰρωνικός: -ή, -όν (εἴρων), υποκρισία, δηλώνω προσποιητή, ψεύτικη άγνοια, σε Πλάτ.· επίρρ. -κῶς, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
εἰρωνικός: притворяющийся невеждой, т. е. лукавый, насмешливый, иронический (μιμητής Soph.).
Middle Liddell
εἰρωνικός, ή, όν εἴρων
dissembling, putting on a feigned ignorance, Plat.: adv. -κῶς, Ar.