εἰρωνικός

From LSJ
Revision as of 18:29, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ὅπου βία πάρεστιν, οὐ σθένει νόμος → Quo vis irrumpit, ibi nihil leges valent → Da, wo Gewalt obherrscht, ist kein Gesetz in Kraft

Menander, Monostichoi, 409
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰρωνικός Medium diacritics: εἰρωνικός Low diacritics: ειρωνικός Capitals: ΕΙΡΩΝΙΚΟΣ
Transliteration A: eirōnikós Transliteration B: eirōnikos Transliteration C: eironikos Beta Code: ei)rwniko/s

English (LSJ)

ή, όν, dissembling: hence, hollow, insincere, Pl.Sph. 268a; τὸ εἰ. εἶδος Id.Lg.908e; εἰρωνικόν τι ὑπομειδιάσας Hld.10.14. Adv. -κῶς mockingly, Ar.V.174, Pl.Smp.218d, etc.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1que actúa con simulación o falsedad, simulador εἰ. μιμητής de los sofistas, Pl.Sph.268a, cf. Lg.908e
subst. τὸ εἰ. modestia fingida, en sent. posit. σχεδ[ὸν] δὲ καὶ πᾶν τὸ εἰ. μεγαλοπρεπές ret. en POxy.410.122.
2 irónico τὸ τῆς ... φιλοσοφίας ἦθος οὐ κοινὸν οὐδὲ εἰρωνικόν de Dion de Prusa, Philostr.VS 487, ἔπαινος Sch.Er.Il.5.277, cf. 7.189-190
neutr. como adv. irónicamente γελάσας οὖν εἰρωνικόν ... εἶπεν Hld.3.7.2, cf. 10.14.6
burlón εἰρωνικοῖς τοῖς νεύμασιν Hld.10.31.4, τὸ βωμολοχικὸν καὶ εἰρωνικόν (ἦθος) del mono, Adam.2.2.
II adv. -ῶς
1 con disimulo, haciéndose el inocente οἵαν πρόφασιν καθῆκεν, ὡς εἰ. Ar.V.174.
2 irónicamente, con ironía rayana en la burla μάλ' εἰ. ... ἔλεξεν ref. a Sócrates, Pl.Smp.218d, cf. Aesop.250.3, Anon.Hier.Luc.31.81, γελάσας πάνυ εἰ. D.Chr.15.10, cf. 53.5, Dam.in Phlb.23.

German (Pape)

[Seite 736] ironisch; μιμητής Plat. Soph. 268 a; τὸ εἰρωνικόν, Heuchelei, Legg. X, 908 e. – Adv., Ar. Vesp. 174; λέγειν, Plat. Conv. 218 d u. öfter.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui fait l'ignorant ; τὸ εἰρωνικόν l'ignorance feinte, la dissimulation.
Étymologie: εἴρων.

Greek (Liddell-Scott)

εἰρωνικός: -ή, -όν, προσποιούμενος, ὑποκρινόμενος, Πλάτ. Σοφ. 268Α· τὸ εἰρωνικὸν = εἰρωνεία, ὁ αὐτ. Νόμ. 908Ε. ― Ἐπίρρ. -κῶς Ἀριστοφ. Σφ. 174, Πλάτ. Συμπ. 218D, κτλ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM εἰρωνικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
αυτός που λέγεται για ειρωνεία, περιπαικτικός
αρχ.
προσποιητός.

Greek Monotonic

εἰρωνικός: -ή, -όν (εἴρων), υποκρισία, δηλώνω προσποιητή, ψεύτικη άγνοια, σε Πλάτ.· επίρρ. -κῶς, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

εἰρωνικός: притворяющийся невеждой, т. е. лукавый, насмешливый, иронический (μιμητής Soph.).

Middle Liddell

εἰρωνικός, ή, όν εἴρων
dissembling, putting on a feigned ignorance, Plat.: adv. -κῶς, Ar.

English (Woodhouse)

dissembling, dissembler, feigning ignorance

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)