Τρώς

From LSJ
Revision as of 18:50, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel

Menander, Monostichoi, 226
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Τρώς Medium diacritics: Τρώς Low diacritics: Τρως Capitals: ΤΡΩΣ
Transliteration A: Trṓs Transliteration B: Trōs Transliteration C: Tros Beta Code: *trw/s

English (LSJ)

Τρωός, ὁ, A Tros, the mythic founder of Troy, Il.5.265, 20.230, h.Ven.207; also Τρῶος, ου, ὁ, Hes.Fr.205(b). II pl. Τρῶες, Τρώων, οἱ, Trojans, Il.1.152, etc.; Τρῶας καὶ Τρῳάς Trojan men and Trojan women, 22.57; cf. Τρώϊος.

French (Bailly abrégé)

Τρωός (ὁ) :
Trôs :
1 fils d'Alastor, Troyen;
2 fils d'Erichthonios, roi de Phrygie, fondateur de Troie.

Greek (Liddell-Scott)

Τρώς: Τρωός, ὁ, ὁ κατὰ τὸν μῦθον θεμελιωτὴς τῆς Τροίας, τῆς γάρ τοι γενεῆς, ἧς Τρωΐ περ εὐρύοπα Ζεὺς δῶχ’ υἷος ποινὴν Γανυμήδεος Ἰλ. Ε. 265· Τρῶα δ’ Ἐριχθόνιος τέκετο Τρώεσσιν ἄνακτα Υ. 230, Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 208. ΙΙ. πληθ. Τρῶες, Τρώων, οἱ, οἱ τῆς Τροίας κάτοικοι, Ὅμ. κλπ.· ἀλλ’ εἰσέρχεο τεῖχος... ὄφρα σαώσῃς Τρῶας καὶ Τρῳάς, τοὺς ἄνδρας καὶ τὰς γυναῖκας τῆς Τροίας, Ἰλ. Χ. 57· πρβλ. Τρώιος.

English (Autenrieth)

Tros.—(1) son of Erichthonius, father of Ilus, Assaracus, and Ganymēdes, Il. 5.265 ff., Il. 20.230 ff.—(2) son of Alastor, slain by Achilles, Il. 20.463.

Greek Monolingual

-ός, ο, ΜΑ
βλ. Τρώας.

Greek Monotonic

Τρώς: Τρωός, ὁ,
I. μυθικός θεμελιωτής της Τροίας, σε Ομήρ. Ιλ.
II. πληθ. Τρῶες, Τρώων, οἱ, οι κάτοικοι της Τροίας, σε Όμηρ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

Τρώς: ωός ὁ
1) Трой; 1.1) сын фригийского царя Эрихтония, внук Дардана, отец Ганимеда, миф. основатель Трои Hom.; 1.2) сын Аластора, троянец, убитый Ахиллом Hom.;
2) (pl. Τρῶες, Τρώων) троянец Hom. etc.

Middle Liddell

Τρώς, Τρωός, οῦ, ὁ,
I. Tros, the mythic founder of Troy, Il.
II. pl. Τρῶες, Τρώων, οἱ, Trojans, Hom., etc.