κεραυνοβολέω
Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans
English (LSJ)
κεραυνοβολέω or κεραυνοβολῶ, A hurl the thunderbolt, AP12.122 (Mel.), 140, Ps.Luc. Philopatr.4, Placit.3.3.3. II trans., strike with a thunderbolt, οἰκίαν Eratosth.Cat.6.
German (Pape)
[Seite 1422] den Donnerkeil schleudern; Mel. 23 u. Philp. 2 (XII, 122. 140); Plut.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
lancer la foudre.
Étymologie: κεραυνοβόλος.
Greek (Liddell-Scott)
κεραυνοβολέω: ἐξακοντίζω τὸν κεραυνόν, Ἀνθ. Π. 12. 122, Πλούτ. 2. 893Ε· μετὰ συστοίχ. αἰτ., κ. ὄλεθρον Εὐστ. Πονημάτ. 87. 53. ΙΙ. μεταβ., κτυπῶ διὰ τοῦ κεραυνοῦ, τινα Ἀνθ. Π. 12. 140.
Greek Monotonic
κεραυνοβολέω:I. εξακοντίζω, λέγεται για τον κεραυνό, σε Ανθ.
II. προπαροξ., κεραυνόβολος, -ον, Παθ. χτυπημένος από κεραυνό, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
κεραυνοβολέω: поражать громом, метать молнии Plut., Anth.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεραυνοβολέω [κεραυνοβόλος] bliksemen.
Middle Liddell
κεραυνοβολέω,
I. to hurl the thunderbolt, Anth.
II. trans. to strike therewith, Il. [from κεραυνοβόλος