λάπη
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
ἡ,
A scum which forms on the surface of wine, vinegar, or other liquids left to stand, Erot.: λάμπη in Dsc.5.76, Plu.2.1073a, Gal.16.704, Orib.Syn.9.13.2:—hence λαμπῶδες, of urine, with a scum on it, Hp.Coac.182, Prorrh.1.92; but Erot.read λαπῶδες, and λαππώδης (ἀπὸ τοῦ λάππειν) occurs in Gal.l.c. 2 phlegm, Hp.Morb.2.15, Int.12; μεστοὶ λάπης Diph.17.15; cf. λέμφος. 3 metaph., ἀνηλίῳ λάπᾳ (Wieseler for λάμπᾳ) in sunless filth or damp, of the nether world, A.Eu.387 (lyr.)
German (Pape)
[Seite 16] ἡ, Schleim, Hippocr.; Diphil. bei Ath. IV, 132 e. S. λάμπη.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
pituite.
Étymologie: DELG λάμπη.
Greek (Liddell-Scott)
λάπη: [ᾰ], ὁ ἀφρὸς ἢ εὐρὼς ὁ σχηματιζόμενος ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας τοῦ οἴνου, ὄξους ἢ ἄλλων ὑγρῶν μενόντων στασίμων, Ἐρωτιαν. Λεξ. Ἱππ.· λάμπη παρὰ τῷ Διοσκ. 5. 87, Πλουτ. 2. 1073Α· - οὕτω λαμπῶδες, ἐπὶ τῶν οὔρων, ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας τῶν ὁποίων ἐπικάθηται ἀφρός, Ἱππ. 148Α· ἀλλ’ ὁ Ἐρωτιαν. ἀνεγίνωσκε λαπῶδες. 2) φλέγμα, Λατ. pituita, Ἱππ. 466. 37, κτλ.· μεστοὶ λάπης Δίφιλος ἐν «Ἀπολιπούσῃ» 1. 15· πρβλ. λέμφος. 3) μεταφορ., ἀνηλίῳ λάπᾳ (κατὰ τὸν Wieseler ἀντὶ λάμπῃ ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 387) ἐν ἀνηλίῳ βορβόρῳ ἢ ὑγρασίᾳ τοῦ κάτω κόσμου, πρβλ. τὸ τοῦ Ὁμήρου δόμον εὐρώεντα, τὸ τοῦ Οὐεργιλίου loca senta situ.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
λάπη: [ᾰ], ἡ, σκουριά, βρωμιά, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
λάπη: (ᾰ) ἡ Aesch., Plut. v.l. = λάμπη.
Frisk Etymological English
Meaning: foam
See also: s. λάμπη.
Middle Liddell
λᾰ́πη, ἡ,
the scum, filth, Aesch.