καλλιρρημοσύνη

From LSJ
Revision as of 21:24, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλιρρημοσύνη Medium diacritics: καλλιρρημοσύνη Low diacritics: καλλιρρημοσύνη Capitals: ΚΑΛΛΙΡΡΗΜΟΣΥΝΗ
Transliteration A: kallirrēmosýnē Transliteration B: kallirrēmosynē Transliteration C: kallirrimosyni Beta Code: kallirrhmosu/nh

English (LSJ)

ἡ, A elegance of language, D.H.Th.23, Luc.JTr. 27. II braggart language, Id.DDeor.21.2.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
parole facile, volubilité de parole.
Étymologie: καλλιρρήμων.

Greek (Liddell-Scott)

καλλιρρημοσύνη: ἡ, γλαφυρότης γλώσσης, καλλιέπεια, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 23, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 27. ΙΙ. γλῶσσα ἀλαζονική, μεγαλορρημοσύνη, ὁ αὐτ. ἐν Θεῶν Διαλ. 21. 2.

Greek Monolingual

καλλιρρημοσύνη, ἡ (Α) καλλιρρήμων
1. η κομψότητα του λόγου, η καλλιέπεια
2. η αλαζονική γλώσσα, η κομπορρημοσύνη.

Greek Monotonic

καλλιρρημοσύνη: ἡ,
I. γλαφυρότητα, κομψότητα γλώσσας, σε Λουκ.
II. αλαζονική γλώσσα, στον ίδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλλιρρημοσύνη -ης, ἡ [καλός, ῥῆμα] elegant taalgebruik:; ὁπόταν... καλλιρρημοσύνην ἐπιδείκνυσθαι βούληται wanneer hij zijn welsprekendheid wil demonstreren Luc. 21.27; grootspraak:. γελᾶν ἐπὶ τῇ καλλιρρημοσύνῃ αὐτοῦ lachen om zijn grootspraak Luc. 79.1.2.

Russian (Dvoretsky)

καλλῐρρημοσύνη:плавность речи, бойкий язык Luc.

Middle Liddell

καλλιρρημοσύνη, ἡ,
I. elegance of language, Luc.
II. braggart language, Luc. [from καλλιρρήμων