καταπίμπλημι

From LSJ
Revision as of 21:41, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπίμπλημι Medium diacritics: καταπίμπλημι Low diacritics: καταπίμπλημι Capitals: ΚΑΤΑΠΙΜΠΛΗΜΙ
Transliteration A: katapímplēmi Transliteration B: katapimplēmi Transliteration C: katapimplimi Beta Code: katapi/mplhmi

English (LSJ)

A fill quite full, dub. l. in Lync.1.16. II c. acc. et gen., fill full of, κ. (τινὰ) φρονήματος Plu.2.715a; βίον πολέμων Ph. 1.411, cf. 2.558:—Pass., καταπιμπλάμενοι ἀνομίας Pl.R.496d: also c. dat., ἡδύσμασιν… καταπεπλησμέν' Antiph.183.4:—Med., πηλοῦ κατεπίμπλαντο τὰς σκηνάς their own tents, Plu.Brut.47.

German (Pape)

[Seite 1369] (s. πίμπλημι), ganz anfüllen; Ath. IV, 132 b; τινά τινος, Einen womit, Plut. Symp. 7, 10, 1; im med., ὁρῶν τοὺς ἄλλους καταπιμπλαμένους ἀνομίας Plat. Rep. VI, 496 d, πηλοῦ κατεπίμπλαντο τὰς σκηνάς, ihre Zelte, Plut. Brut. 47.

French (Bailly abrégé)

f. καταπλήσω;
remplir entièrement, combler;
Moy. καταπίμπλαμαι m. sign.
Étymologie: κατά, πίμπλημι.

Greek (Liddell-Scott)

καταπίμπλημι: μέλλ. -πλήσω, ἐντελῶς γεμίζω (κατέπλησα τὸ χεῖλος, οὐκ ἐνέπλησα δέ, ἔνθα τὸ ἐνέπλησα ἰσχυρότερον, μέχρι κόρου ἐπλήρωσα), Ἀθήν. 132Β· τινά τινος, κ. τινα φρονήματος Πλουτ. Ἠθ. 715Α· μέσ. καταπιμπλάμενοι ἀνομίας Πλάτ. Πολ. 496Β· ὡσαύτως μετὰ δοτ., ἡδύσμασιν καταπεπλησμένα Ἀντιφ. ἐν «Παρασ.» 5. 4, κατεπίμπλαντο πηλοῦ τὰς σκηνὰς τὰς ἑαυτῶν σκηνάς.

Greek Monolingual

καταπίμπλημι (Α)
(επιτ. τ. του πίμπλημι) γεμίζω εντελώς, είμαι εντελώς γεμάτος με κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + πίμπλημι «γεμίζω»].

Greek Monotonic

καταπίμπλημι: μέλ. -πλήσω, γεμίζω εντελώς με κάτι, με γεν., σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

καταπίμπλημι: (fut. καταπλήσω) наполнять, переполнять, преисполнять (τινὰ φρονήματος Plut.; καταπιμπλάμενος ἀνομίας Plat.): ὄμβρων ἐπιγενομένων, πηλοῦ κατεπίμπλαντο τὰς σκηνάς (acc. relat.) Plut. в связи с наступившими ливнями их палатки наполнились грязью.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-πίμπλημι volledig vullen, met gen.: καταπιμπλαμένους ἀνομίας geheel vervuld van wetteloosheid Plat. Resp. 496d; κατεπίμπλασαν φόνου καὶ νεκρῶν τὸν ποταμόν zij vulden de rivier geheel met moord en lijken Plut. Mar. 19.8.

Middle Liddell

fut. -πλήσω
to fill full of a thing, c. gen., Plat.