λαγῷος

From LSJ
Revision as of 21:42, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾰγῷος Medium diacritics: λαγῷος Low diacritics: λαγώος Capitals: ΛΑΓΩΟΣ
Transliteration A: lagō̂ios Transliteration B: lagōos Transliteration C: lagoos Beta Code: lagw=|os

English (LSJ)

α, ον, contr. for λαγώϊος, of the hare, κρέα Ar.Ach.1110; τρίχες Plu.2.138f; τὰ λ. (sc. κρέα) hare's flesh, Hp.Vict.2.46: and generally, dainties, delicacies, ζῆν ἐν πᾶσι λαγῴοις Ar.V.709, cf. Ach. 1006, Pax1196, Telecl.32, Pl.Com.174.10, etc.

German (Pape)

[Seite 5] zsgzgn aus λαγώειος, vom Hafen, τὰ λαγῷα κρέα, Ath. IX, 400 d; gew. ohne Zusatz, Ar. Equ. 1192 u. öfter; Ath. XIV, 641 f u. öfter; = Hasenbraten, wofür nach Moeris λάγεια hellenistische Form ist.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de lièvre.
Étymologie: λαγώς.

Greek (Liddell-Scott)

λᾰγῷος: -α, -ον, συνῃρ. ἀντὶ τοῦ λαγώιος, ἀνήκων εἰς τὸν λαγόν, τοῦ λαγοῦ, κρέα Ἀριστοφ. Ἀχ. 1110· τρίχες Πλούτ. 2. 138F· - τὰ λαγῷα (δηλ. κρέα), κρέας λαγοῦ καὶ καθόλου λιχνεύματα, ζῆν ἐν πᾶσι λαγῴοις Ἀριστοφ. Σφ. 709, πρβλ. Ἀχ. 1006, Εἰρ. 1195· χαίρω λαγῴοις Τηλεκλείδης ἐν «Στερροῖς» 2, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Φάωνι» 2. 10, κτλ.

Greek Monolingual

λαγῷος, -α, -ον (Α) λαγώς
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λαγό
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λαγῷα
οι μεζέδες, τα λιχνεύματα.

Greek Monotonic

λᾰγῷος: -α, -ον, συνηρ. αντί λαγῴϊος, αυτός που ανήκει στο λαγό, σε Αριστοφ.· τὰλαγῷα (ενν. κρέα), κρέας του λαγού, και γενικά, νοστιμιές, λιχουδιές, ζῆν ἐν πᾶσι λαγῴοις, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

λᾰγῷος: заячий (τρίχες Plut.): τὰ λαγῷα (sc. κρέα) Arph. заячье мясо; ζῆν ἐν πᾶσι λαγῴοις Arph. питаться (досл. жить) одним лишь заячьим мясом, т. е. изысканной пищей.

Middle Liddell

λᾰγῷος, η, ον [contr. for λαγώιος]
of the hare, Ar.:— τὰ λαγῷα (sc. κρέἀ, hare's flesh, and, generally, dainties, delicacies, ζῆν ἐν πᾶσι λαγῴοις Ar. [from λᾰγῶς]