μόνιππος

From LSJ
Revision as of 21:55, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt

Menander, Monostichoi, 555
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μόνιππος Medium diacritics: μόνιππος Low diacritics: μόνιππος Capitals: ΜΟΝΙΠΠΟΣ
Transliteration A: mónippos Transliteration B: monippos Transliteration C: monippos Beta Code: mo/nippos

English (LSJ)

ὁ, A single horse, riding-horse, opp. chariot-horse, X.Cyr. 6.4.1, Pl.Lg.834c, GDI4833 (Cyrene), cf. Paus.Gr.Fr.259. II as adjective, μ. ἱππεῖς Poll.1.141.

German (Pape)

[Seite 202] ein einzelnes Pferd, Rennpferd, μονίπποις ἆθλα τιθέντες, Plat. Legg. VIII, 834 b; bei Xen. Cyr. 6, 4, 1 den ἵπποις ὑπὸ τοῖς ἅρμασι entgegengesetzt. – Der mit einem Pferde einen Wettkampf anstellt, Eust. 1539, 29, Poll. 1, 141.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
cheval attelé ou monté seul ; ὁ μόνιππος cheval de selle.
Étymologie: μόνος, ἵππος.

Greek (Liddell-Scott)

μόνιππος: -ον, ὁ χρώμενος ἑνὶ μόνῳ ἵππῳ, ἱππεύς, ἔφιππος, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸν ἐφ’ ἅρματος ὀχούμενον, Ξεν. Κύρ. 6. 4, 1, Πλάτ. Νόμ. 834Β, πρβλ. Παυσ. παρ’ Εὐστ. 1539. 29, Πολυδ. Α΄, 141· πρβλ. μονάμπυξ.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ μόνιππος -ον)
νεοελλ.
1. (για όχημα) αυτός που σύρεται από ένα μόνο άλογο
2. το ουδ. ως ουσ. το μόνιππο
άμαξα που σύρεται από ένα μόνο άλογο
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. ό μόνιππος
άλογο ελεύθερο το οποίο τρέχει χωρίς άρμα σε ιπποδρομία
2. ιππέας που χρησιμοποιεί ένα μόνο άλογο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + ἵππος (πρβλ. λεύκ-ιππος)].

Greek Monotonic

μόνιππος: -ον, αυτός που χρησιμοποιεί ένα μόνο άλογο, ιππέας, καβαλάρης, σε Ξεν. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

μόνιππος: ὁ одиночный, т. е. верховой конь (οἱ μὲν μόνιπποι - οἱ δ᾽ ὑπὸ τοῖς ἅρμασιν Xen.).

Middle Liddell

μόν-ιππος, ον
one who uses a single horse, a horseman, rider, Xen., etc.