λεοντοφόνος

From LSJ
Revision as of 22:00, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich

Menander, Monostichoi, 472
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεοντοφόνος Medium diacritics: λεοντοφόνος Low diacritics: λεοντοφόνος Capitals: ΛΕΟΝΤΟΦΟΝΟΣ
Transliteration A: leontophónos Transliteration B: leontophonos Transliteration C: leontofonos Beta Code: leontofo/nos

English (LSJ)

ον, A lion-killing, νῖκαι AP6.74 (Agath.); λ., ἡ, lionslayer, BMus.Inscr.1061 (Cyrene, ii A.D.). II λεοντοφόνον, τό, a Syrian insect that poisons lions, Arist.Mir.845a28, cf. Ael.NA4.18.

German (Pape)

[Seite 29] Löwen tödtend; νίκη Agath. 27 (VI, 74); τὸ λ., ein Thier, nach dessen Genuß der Löwe sterben soll, Arist. mirab. 158; vgl. Ael. H. A. 4, 18; – aber λεοντόφονος = von Löwen getödtet.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tue un ou des lions ; τὸ λεοντοφόνον insecte qui empoisonne les lions.
Étymologie: λέων, πεφνεῖν.

Greek (Liddell-Scott)

λεοντοφόνος: -ον, ὁ φονεύων λέοντας, Ἀνθ. Π. 6. 74, Χριστοδ. Ἔκφρ. 137. ΙΙ. λεοντοφόνον, τό, ἔντομόν τι τῆς Συρίας διὰ τοῦ ἰοῦ του φονεῦον τὸν λέοντα, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 146, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 4. 18.

Greek Monolingual

λεοντοφόνος, -ον (AM)
αυτός που σκοτώνει λιοντάρια
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ λεοντοφόνον
είδος εντόμου της Συρίας το οποίο έχει δηλητήριο φονικό για τα λιοντάρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο)- + φόνος (πρβλ. ανδροφόνος, δολοφόνος)].

Greek Monotonic

λεοντοφόνος: -ον (φένω), αυτός που σκοτώνει λιοντάρια, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λεοντοφόνος: убивающий львов (ζῷον Arst.).

Middle Liddell

λεοντο-φόνος, ον [*φένω
lion-killing, Anth.