μεταζεύγνυμι

From LSJ
Revision as of 22:00, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταζεύγνῡμι Medium diacritics: μεταζεύγνυμι Low diacritics: μεταζεύγνυμι Capitals: ΜΕΤΑΖΕΥΓΝΥΜΙ
Transliteration A: metazeúgnymi Transliteration B: metazeugnymi Transliteration C: metazeygnymi Beta Code: metazeu/gnumi

English (LSJ)

unyoke and put to another carriage, ἵππους X.Cyr. 6.3.21.

German (Pape)

[Seite 146] (s. ζεύγνυμι), umspannen, anders spannen, ἴππους, Xen. Cyr. 6, 3, 21.

French (Bailly abrégé)

atteler autrement.
Étymologie: μετά, ζεύγνυμι.

Greek (Liddell-Scott)

μεταζεύγνῡμι: λύω ἀπὸ τοῦ ζυγοῦ καὶ ζευγνύω εἰς ἄλλην ἅμαξαν, Ξεν. Κύρ. 6. 3, 21.

Greek Monolingual

μεταζεύγνυμι (ΑM)
λύνω άλογο από τον ζυγό και το ζεύω σε άλλη άμαξα («ὁμοῦ δὲ τοῦ ἀγῶνος ὄντος οὐδενὶ ἅρματι ἔτι καιρὸς τοὺς ἵππους μεταζευγνύναι», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ζεύγνυμι «ζεύω»].

Greek Monotonic

μεταζεύγνῡμι: δένω το ζευγάρι (ζώων που οργώνουν) σε άλλη άμαξα, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

μεταζεύγνῡμι: перепрягать (ἵππους Xen.).

Middle Liddell


to put to another carriage, Xen.