κεκριμένως
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
Adv., (κρίνω) judiciously, discreetly, μουσικῇ χρῆσθαι Plu.2.1142c; cf. κεκραμένως.
German (Pape)
[Seite 1413] gesondert, mit Unterscheidung; mit Urtheil, mit Überlegung, Pol. 6, 150; Plut.
French (Bailly abrégé)
adv.
en connaissance de cause.
Étymologie: κεκριμένος, pf. Pass. de κρίνω.
Greek (Liddell-Scott)
κεκρῐμένως: Ἐπίρρ., (κρίνω) διακεκριμένως, σαφῶς, ἀκριβῶς, Πλούτ. 2. 1142C.