λιπαρόθρονος

From LSJ
Revision as of 22:15, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐπᾰρόθρονος Medium diacritics: λιπαρόθρονος Low diacritics: λιπαρόθρονος Capitals: ΛΙΠΑΡΟΘΡΟΝΟΣ
Transliteration A: liparóthronos Transliteration B: liparothronos Transliteration C: liparothronos Beta Code: liparo/qronos

English (LSJ)

ον, bright-throned, A.Eu.806, Lyr.Adesp.140.6, Aristonous 2.16.

German (Pape)

[Seite 50] mit glänzendem Sitze, ἐσχάραι, Aesch. Eum. 773, wo man beim Opferaltar auch den vom Fett der Opfer triefenden Sitz erklären kann; auch Stob. ecl. 1, 6, 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au siège brillant.
Étymologie: λιπαρός, θρόνος.

Greek (Liddell-Scott)

λῐπᾰρόθρονος: -ον, ὁ ἔχων λαμπρὸν θρόνον, Αἰσχύλ. Εὐμ. 806, Ποιητὴς παρὰ Στοβ. Ἐκλ. 2. 174.

Greek Monolingual

λιπαρόθρονος, -ον (Α)
αυτός που έχει λαμπρό θρόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπαρός «ελαιώδης-λαμπρός» + θρόνος.

Greek Monotonic

λῐπᾰρόθρονος: -ον, αυτός που έχει λαμπρό θρόνο, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

λῐπᾰρόθρονος: с блистающим седалищем (ἐσχάραι Aesch.).

Middle Liddell

λῐπᾰρό-θρονος, ον
bright-throned, Aesch.