κατερητύω

From LSJ
Revision as of 22:52, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατερητύω Medium diacritics: κατερητύω Low diacritics: κατερητύω Capitals: ΚΑΤΕΡΗΤΥΩ
Transliteration A: katerētýō Transliteration B: katerētyō Transliteration C: katerityo Beta Code: katerhtu/w

English (LSJ)

fut. -ύσω [ῡ] S.Ph.1416 (anap.):—hold back, detain, κατερήτυον ἐν μεγάροισι Il.9.465, Od.9.31; φωνῇ… κατερήτυε 19.545; κατερητύσων ὁδόν S.l.c.; κ. αὐδήν, θυμόν, Orph.A.1170, 1177.

German (Pape)

[Seite 1397] fest-, zurückhalten; Il. 9, 465 Od. 9, 33; Soph. Phil. 1402 κατερητύσων ὁδόν, verhindern; θυμόν Orph. Arg. 1175.

French (Bailly abrégé)

retenir, arrêter.
Étymologie: κατά, ἐρητύω.

Greek (Liddell-Scott)

κατερητύω: μέλλ. -ύσω ῡ·- κρατῶ ὀπίσω, ἀναχαιτίζω, λισσόμενοι κατερήτυον ἐν μεγάροισι Ἰλ. Ι. 465, Ὀδ. Ι. 31· φωνῇ… κατερήτυε Τ. 545· κατερητύσων ὁδὸν ἣν στέλλει Σοφ. Φιλ. 1416· κ. αὐδήν, θυμὸν Ὀρφ. Ἀργ. 1175, 1182, πρβλ. ἐρύκω καὶ κατερύκω.

English (Autenrieth)

hold back, restrain.

Greek Monolingual

κατερητύω (Α)
κρατώ, κατακρατώ, εμποδίζω, αναχαιτίζω κάποιον ή κάτι («κατερητύσων θ' ὁδὸν ἣ ν στέλλει», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἐρητύω «εμποδίζω, αναχαιτίζω»].

Greek Monotonic

κατερητύω: μέλ. -ύσω [ῡ], κρατώ πίσω, αναχαιτίζω, σε Όμηρ., Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

κατερητύω: удерживать (ἐν μεγάροισιν, sc. τινά Hom.); останавливать: φωνῇ κατερήτυε φώνησέν τε Hom. он голосом остановил (меня), т. е. обратился ко мне и сказал; ἥκω κατερητύσων ὁδὸν ἡν στέλλει Soph. я прихожу, чтобы удержать тебя от задуманного пути.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-ερητύω tegenhouden; overdr. kalmeren:. φωνῇ δὲ βροτέῃ κατερήτυε en met menselijke stem stelde (de vogel) mij gerust Od. 19.545.

Middle Liddell

fut. ύσω
to hold back, Hom., Soph.