παρεγκόπτω

From LSJ
Revision as of 07:55, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep

Gnomologium Vaticanum, 446
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρεγκόπτω Medium diacritics: παρεγκόπτω Low diacritics: παρεγκόπτω Capitals: ΠΑΡΕΓΚΟΠΤΩ
Transliteration A: parenkóptō Transliteration B: parenkoptō Transliteration C: paregkopto Beta Code: paregko/ptw

English (LSJ)

intercept, stop, τὸ πνεῦμα v.l. in Plu.2.130b.

German (Pape)

[Seite 510] einschneiden, Plut. de sanit. tuend. p. 391.

French (Bailly abrégé)

intercepter.
Étymologie: παρά, ἐγκόπτω.

Greek (Liddell-Scott)

παρεγκόπτω: διακόπτω, «σταματῶ», τὸ πνεῦμα Wytt. εἰς Πλούτ. 130Β.

Greek Monolingual

ΜΑ
1. παρεμποδίζω, διακόπτω
2. παρεμβάλλω εμπόδια
μσν.
περιορίζω και προκαλώ αλλαγή κατάστασης ή πορείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐγκόπτω «σχηματίζω εγκοπή, εμποδίζω»].

Russian (Dvoretsky)

παρεγκόπτω: перехватывать, задерживать (τὸ πνεῦμα Plut.).