περιθεωρέω
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
go round and observe, Luc.Herm.44; survey, consider thoroughly, Diog.Oen.24.
German (Pape)
[Seite 577] rings herumgehen und genau betrachten, Luc. Herm. 44.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
regarder tout autour, de tous côtés.
Étymologie: περί, θεωρέω.
Greek (Liddell-Scott)
περιθεωρέω: περιέρχομαι καὶ θεωρῶ, Λουκ. Ἑρμότ. 44.
Greek Monotonic
περιθεωρέω: μέλ. -ήσω, προχωρώ γύρω και παρατηρώ, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
περιθεωρέω: обозревать, осматривать (ἅπαντας Luc.).