πλήξιππος

From LSJ
Revision as of 08:11, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλήξιππος Medium diacritics: πλήξιππος Low diacritics: πλήξιππος Capitals: ΠΛΗΞΙΠΠΟΣ
Transliteration A: plḗxippos Transliteration B: plēxippos Transliteration C: pliksippos Beta Code: plh/cippos

English (LSJ)

Dor. πλάξιππος, ον, striking horses or driving horses, epithet of heroes, Il.2.104, 4.327, 5.705, Call.Hec.1.4.7; Βοιωτοί Hes.Sc.24; Θήβα Pi.O.6.85; ἱμάσθλη Nonn.D.20.227.

German (Pape)

[Seite 634] Rosse stachelnd, spornend, tummelnd; Hom., Hes. u. sp. D., Beiwort ritterlicher Helden, wie ἱππόδαμος; Pind. πλάξιππος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui dompte les chevaux, habile cavalier.
Étymologie: πλήσσω, ἵππος.

Greek (Liddell-Scott)

πλήξιππος: Δωρ. πλάξ-, ον, ὁ πλήττων ἢ ἐλαύνων ἵππους, ἐπίθ. τῶν ἡρώων, ὡς τὸ ἱππόδαμος, Ἰλ. Β. 104, Δ. 327, Ε. 705· Βοιωτοὶ Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 24· Θήβα Πινδ. Ο. 6. 145· ἱμάσθλη Νόνν. Δ. 20. 227.

English (Autenrieth)

lasher of horses. (Il.)

Greek Monolingual

και δωρ. τ. πλάξιππος, -ον, Α
αυτός που χτυπάει με το μαστίγιο τους ίππους, ο έμπειρος καβαλάρης (α. «Πέλοπι πληξίππω», Όμ.Ιλ.
β. «Βοιωτοί πλήξιπποι», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < θ. πληξι- του πλήσσω (πρβλ. πλήξις) + ίππος (πρβλ. κρύψ-ιππος)].

Russian (Dvoretsky)

πλήξιππος: дор. πλάξιππος 2 погоняющий коней (эпитет Пелопа и др.) Hom., Pind.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλήξιππος -ον, Dor. πλᾱ́ξιππος [πλήττω, ἵππος] paarden opzwepend.

Middle Liddell

πλήξ-ιππος, δοριξ πλᾱξιππος, ον,
striking or driving horses, Il., Hes.