ποδορραγής

From LSJ
Revision as of 08:20, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποδορρᾰγής Medium diacritics: ποδορραγής Low diacritics: ποδορραγής Capitals: ΠΟΔΟΡΡΑΓΗΣ
Transliteration A: podorragḗs Transliteration B: podorragēs Transliteration C: podorragis Beta Code: podorragh/s

English (LSJ)

ές, (ῥήγνυμι) bursting forth at a stamp of the foot, ὕδατα π., of Pirene and Hippocrene, AP9.225 (Honest.).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui s'entrouvre d'un coup de pied.
Étymologie: πούς, ῥήγνυμι.

Greek (Liddell-Scott)

ποδορρᾰγής: -ές, (ῥήγνυμι) ὁ ἐξορμῶν ἐπὶ τῇ κρούσει τοῦ ποδός, ὕδατα π., ὡς ἡ Ἱπποκρήνη, Ἀνθ. Π. 9. 225.

Greek Monolingual

-ές Α
(για το νερό της Ιπποκρήνης και της Πειρήνης) αυτό που ανάβλυσε όταν ένα πόδι αλόγου ράγισε την πέτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + -ρραγής (< θ. ραγ-, πρβλ. -ρράγ-ην, παθ. αόρ. β' του ῥήγνυμι «σπάω»), πρβλ. αιμο-ρραγής].

Greek Monotonic

ποδορρᾰγής: -ές (ῥήγνυμι), αυτός που σπάζει κατά την κρούση των ποδιών, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ποδορρᾰγής: вскрытый ударом ноги: ἵππου δῶρα ποδορραγέα Anth. дары от удара копыта коня, т. е. Пегаса (о Гиппокрене и т. п. источниках).

Middle Liddell

ποδορ-ρᾰγής, ές ῥήγνυμι
bursting forth at a stamp of the foot, Anth.