Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πολυγονία

From LSJ
Revision as of 08:25, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠγονία Medium diacritics: πολυγονία Low diacritics: πολυγονία Capitals: ΠΟΛΥΓΟΝΙΑ
Transliteration A: polygonía Transliteration B: polygonia Transliteration C: polygonia Beta Code: polugoni/a

English (LSJ)

ἡ, fecundity, Pl.Prt.321b, Arist.HA580b27, 624a1, Ph.2.211.

German (Pape)

[Seite 661] ἡ, Fruchtbarkeit; Plat. Prot. 321 b; Plut.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
grande fécondité.
Étymologie: πολύγονος.

Greek (Liddell-Scott)

πολυγονία: ἡ, πολλὴ γονιμότης, τὸ γεννᾶν πολλὰ τέκνα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὀλιγογονία, Πλάτ. Πρωτ. 321Β, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 37, 4., 9. 40, 7.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ πολύγονος
1. μεγάλη γονιμότητα
2. πολυτοκία («τοῖς μὲν ὀλιγογονίαν προσῆψε τοῖς δ' ἀναλισκομένοις ὑπὸ τούτων πολυγονίαν», Πλάτ.).

Greek Monotonic

πολυγονία: ἡ, παραγωγικότητα, εξαιρετική γονιμότητα, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

πολυγονία: ἠ плодовитость Plat., Arst.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυγονία -ας, ἡ [πολύγονος] vruchtbaarheid.

Middle Liddell

πολυγονία, ἡ,
fecundity, Plat. [from πολύγονος

English (Woodhouse)

productiveness of animals

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)