πρακτήρ

From LSJ
Revision as of 08:25, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Γίνωσκε σαυτὸν νουθετεῖν, ὅπου τρέχεις → Quo curras, animum advertere usque memineris → Mach mit Bedacht dir klar, an welchem Ort du läufst

Menander, Monostichoi, 82
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρακτήρ Medium diacritics: πρακτήρ Low diacritics: πρακτήρ Capitals: ΠΡΑΚΤΗΡ
Transliteration A: praktḗr Transliteration B: praktēr Transliteration C: praktir Beta Code: prakth/r

English (LSJ)

Ion. πρηκτήρ, ῆρος, ὁ, A doer, πρηκτῆρά τε ἔργων Il.9.443: in plural, traders, ναυτάων, οἵ τε πρηκτῆρες ἔασιν Od.8.162; παίδων πρηκτῆρες = dealers in children, Man.6.447. II = πράκτωρ 11.1, BCH50.16 (Delph., iv B. C.), IG22.45.8 (prob.), 9(1).32.38 (Stiris, ii B. C.), Them. Or.8.114a, POxy.1829.7 (vi A.D.), etc.

German (Pape)

[Seite 693] ῆρος, ὁ, ion. u. hom. πρηκτήρ, der Etwas thut, verrichtet; ἔργων, der Werke verrichtet, Il. 9, 443; bes. der Handelsmann, Od. 8, 162. – Bei Attikern Einer, der schuldiges Geld eintreibt, einfordert, Executor, Sp. auch überh. der eine Rache, Strafe vollzieht. S. πράκτωρ.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
1 qui agit, qui exécute, auteur de qch;
2 qui traite d'affaires, qui trafique, marchand.
Étymologie: πράσσω.

Greek (Liddell-Scott)

πρακτήρ: Ἰων. πρηκτήρ, ῆρος, ὁ, (πράσσω) ὁ πράττων τι, ἐκτελεστής πρηκτῆρά τε ἔργων Ἰλ. Ι. 443· ἀλλ’ ἐν Ὀδ. Θ. 162, ναυτάων οἵ τε πρηκτῆρες ἔασιν, δηλ. ἔμποροι, Λατ. negotiatores· παίδων π., οἱ ἐμπορευόμενοι..., Μανέθων 6. 447· πρβλ. πρᾶξις Ι, πραγματεύομαι Ι. 2. ΙΙ. = πράκτωρ ΙΙ. 1, Θεμίστ. 114Α, κτλ.

Greek Monolingual

-ήρος, ιων. τ. πρηκτήρ, ὁ, Α
1. αυτός που πράττει κάτι, εκτελεστής
2. πράκτορας, εισπράκτορας φόρων
3. πληθ. οἱ πρακτῆρες
έμποροι, πραματευτές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πρακ- του πράττω + επίθημα -τήρ (πρβλ. φρακ-τήρ)].

Greek Monotonic

πρακτήρ: Ιων. πρηκτήρ, -ῆρος, ὁ (πράσσω),
I. αυτός που ενεργεί, αυτουργός, δράστης, σε Ομήρ. Ιλ.
II. έμπορος, Λατ. negotiator, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

πρακτήρ: ион. πρηκτήρ, ῆρος ὁ
1) создатель, творец: π. ἔργων Hom. деловой человек;
2) торговец, купец Hom.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρακτήρ -ῆρος, ὁ, Ion. πρηκτήρ [πράττω] verrichter:; μύθων τε ῥητῆρ’ ἔμεναι πρηκτῆρά τε ἔργων zowel een spreker van woorden als een doener van daden te zijn Il. 9.443; handelaar. Od. 8.162.

Middle Liddell

πρακτήρ, ionic πρηκτήρ, ῆρος, ὁ, πράσσω
I. one that does, a doer, Il.
II. a trader, Lat. negotiator, Od.