σκυθρός

From LSJ
Revision as of 09:00, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκυθρός Medium diacritics: σκυθρός Low diacritics: σκυθρός Capitals: ΣΚΥΘΡΟΣ
Transliteration A: skythrós Transliteration B: skythros Transliteration C: skythros Beta Code: skuqro/s

English (LSJ)

ά, όν, angry, sullen, Men.10, Arat.1120.

German (Pape)

[Seite 906] zornig, unwillig, mürrisch, traurig; Men. in VLL.; Arat. Dios. 388.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
sombre, triste, chagrin.
Étymologie: R. Σκυδ, être sombre ; cf. σκύζομαι, σκυδμαίνω.

Greek (Liddell-Scott)

σκυθρός: -ά, -όν, (√ΣΚΥΔ, σκύζομαι), ὠργισμένος, δυσηρεστημένος, Μένανδρ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 13, Ἄρατ. 1120. - Καθ’ Ἡσύχ.: «στυγνὸς τὰς ὄψεις, χαλεπός, ὠμός, σκυθρωπός».

Greek Monolingual

-ά, -όν, Α
οργίλος, οργισμένος, θυμωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. σκυθρός έχει σχηματιστεί είτε < θ. σκυ-δ του σκύζομαι «οργίζομαι» είτε < θ. σκυδ- (πιθ. μέσω ενός τ. σκυσ-θρός) + επίθημα -θρός (πρβλ. νω-θρός)].

Greek Monotonic

σκυθρός: -ά, -όν (σκύζομαι), θυμωμένος, δύσθυμος, κατσούφης, κατηφής, σε Μένανδρ.

Russian (Dvoretsky)

σκυθρός: мрачный, угрюмый Men.

Frisk Etymological English

See also: s. σκυδμαίνω.

Middle Liddell

σκυθρός, ή, όν σκύζομαι
angry, sullen, Menand.

Frisk Etymology German

σκυθρός: {skuthrós}
See also: s. σκυδμαίνω.
Page 2,741