σκυθρός
οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife
English (LSJ)
ά, όν, angry, sullen, Men.10, Arat.1120.
German (Pape)
[Seite 906] zornig, unwillig, mürrisch, traurig; Men. in VLL.; Arat. Dios. 388.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
sombre, triste, chagrin.
Étymologie: R. Σκυδ, être sombre ; cf. σκύζομαι, σκυδμαίνω.
Greek (Liddell-Scott)
σκυθρός: -ά, -όν, (√ΣΚΥΔ, σκύζομαι), ὠργισμένος, δυσηρεστημένος, Μένανδρ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 13, Ἄρατ. 1120. - Καθ’ Ἡσύχ.: «στυγνὸς τὰς ὄψεις, χαλεπός, ὠμός, σκυθρωπός».
Greek Monolingual
-ά, -όν, Α
οργίλος, οργισμένος, θυμωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. σκυθρός έχει σχηματιστεί είτε < θ. σκυ-δ του σκύζομαι «οργίζομαι» είτε < θ. σκυδ- (πιθ. μέσω ενός τ. σκυσ-θρός) + επίθημα -θρός (πρβλ. νω-θρός)].
Greek Monotonic
σκυθρός: -ά, -όν (σκύζομαι), θυμωμένος, δύσθυμος, κατσούφης, κατηφής, σε Μένανδρ.
Russian (Dvoretsky)
σκυθρός: мрачный, угрюмый Men.
Frisk Etymological English
See also: s. σκυδμαίνω.
Middle Liddell
σκυθρός, ή, όν σκύζομαι
angry, sullen, Menand.
Frisk Etymology German
σκυθρός: {skuthrós}
See also: s. σκυδμαίνω.
Page 2,741