συμπαρέχω

From LSJ
Revision as of 09:08, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπαρέχω Medium diacritics: συμπαρέχω Low diacritics: συμπαρέχω Capitals: ΣΥΜΠΑΡΕΧΩ
Transliteration A: symparéchō Transliteration B: symparechō Transliteration C: symparecho Beta Code: sumpare/xw

English (LSJ)

assist in causing, φόβον τοῖς πολεμίοις X.An.7.4.19; assist in procuring, ἀσφάλειάν τινι ib.7.6.30:—Med., εὔκλειαν Id.Smp.8.43.

German (Pape)

[Seite 985] (s. ἔχω), zugleich darreichen; φόβον, Furcht einflößen, Xen. An. 7, 4, 19; ἀσφάλειαν, 7, 6, 30; med., Conv. 8, 43.

French (Bailly abrégé)

procurer ou faire naître en même temps, acc..
Étymologie: σύν, παρέχω.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαρέχω: παρέχω, προξενῶ, ἐμποιῶ ὁμοῦ, ὥστε καὶ τοῦτο φόβον συμπαρέσχε τοῖς πολεμίοις Ξεν. Ἀν. 7. 4, 19· ὁμοῦ ἢ ἀπὸ κοινοῦ παρέχω, ὁ συμπαρέχων ἡμῖν ταύτην τὴν ἀσφάλειαν αὐτόθι 7. 6, 30· ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, σ. εὔκλειαν ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 8. 43.

Greek Monolingual

Α παρέχω
1. προξενώ επίσηςὥστε καὶ τοῦτο φόβον συμπαρέσχε τοῖς πολεμίοις», Ξεν.)
2. παρέχω συγχρόνως ή από κοινού.

Greek Monotonic

συμπαρέχω: μέλ. -παρέξω, βοηθώ στο να προκληθεί κάτι, προξενώ από κοινού, φόβοντινί, σε Ξεν.· παρέχω από κοινού, ἀσφάλειάν τινι, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

συμπαρέχω: тж. med.
1) вместе доставлять, обеспечивать (ἀσφάλειάν τινι Xen.);
2) одновременно причинять, внушать (φόβον τοῖς πολεμίοις Xen.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-παρέχω mede verschaffen, helpen verschaffen, met acc. en dat. iets aan iem.

Middle Liddell

fut. -παρέξω
to assist in causing, φόβον τινί Xen.; in procuring, ἀσφάλειάν τινι Xen.