συνοικτίζω

From LSJ
Revision as of 09:35, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

πλέων επί οίνοπα πόντον επ' αλλοθρόους ανθρώπους → while sailing over the wine-dark sea to men of strange speech

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνοικτίζω Medium diacritics: συνοικτίζω Low diacritics: συνοικτίζω Capitals: ΣΥΝΟΙΚΤΙΖΩ
Transliteration A: synoiktízō Transliteration B: synoiktizō Transliteration C: synoiktizo Beta Code: sunoikti/zw

English (LSJ)

have compassion on, τινα X.Cyr.4.6.5.

French (Bailly abrégé)

s'apitoyer sur, acc..
Étymologie: σύν, οἰκτίζω.

Greek (Liddell-Scott)

συνοικτίζω: λαμβάνω οἶκτον πρός τινα, ὁ πατὴρ αὐτοῦ συνῴκτισέ με Ξεν. Κύρ. 4. 6, 5.

Greek Monolingual

A
νιώθω και εγώ οίκτο για κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + οἰκτίζω «αισθάνομαι οίκτο για κάποιον, οικτίρω» (< οἶκτος)].

Greek Monotonic

συνοικτίζω: μέλ. -σω, τρέφω οίκτο, συμπόνοια για κάποιον, συλλυπούμαι, τινά, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

συνοικτίζω: иметь сострадание: σ. τινά Xen. сжалиться над кем-л.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνοικτίζω [σύν, οἰκτίζω] medelijden hebben met, met acc.. Xen. Cyr. 4.6.5.

Middle Liddell

fut. σω
to have compassion on, τινά Xen.