σχοινοπλόκος

From LSJ
Revision as of 09:45, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχοινοπλόκος Medium diacritics: σχοινοπλόκος Low diacritics: σχοινοπλόκος Capitals: ΣΧΟΙΝΟΠΛΟΚΟΣ
Transliteration A: schoinoplókos Transliteration B: schoinoplokos Transliteration C: schoinoplokos Beta Code: sxoinoplo/kos

English (LSJ)

ὁ, maker of rush-ropes or mats, Hp.Epid.4.2, Sch. Ar.Pax36, Suid.

German (Pape)

[Seite 1057] Binsen flechtend, aus Binsen Stricke, Seile, Matten, Körbe flechtend, Hippocr. u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tresse du jonc ; subst. cordier.
Étymologie: σχοῖνος, πλέκω.

Greek (Liddell-Scott)

σχοινοπλόκος: ὁ, ὁ πλέκων σχοινία ἢ ψιάθους, («ψάθας») ἐκ σχοίνων, Ἱππ. 1120C, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 36, Σουΐδ.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και σχοινιοπλόκος Α
αυτός που πλέκει σχοινιά και κατασκευάζει διάφορα αντικείμενα από σχοινιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος / σχοινίον + -πλόκος (< πλόκος < πλέκω), πρβλ. στιχοπλόκος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σχοινοπλόκος -ου, ὁ [σχοῖνος, πλέκω] touwslager.