σχοινοπλόκος
χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot
English (LSJ)
ὁ, maker of rush-ropes or mats, Hp.Epid.4.2, Sch. Ar.Pax36, Suid.
German (Pape)
[Seite 1057] Binsen flechtend, aus Binsen Stricke, Seile, Matten, Körbe flechtend, Hippocr. u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui tresse du jonc ; subst. cordier.
Étymologie: σχοῖνος, πλέκω.
Greek (Liddell-Scott)
σχοινοπλόκος: ὁ, ὁ πλέκων σχοινία ἢ ψιάθους, («ψάθας») ἐκ σχοίνων, Ἱππ. 1120C, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 36, Σουΐδ.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, και σχοινιοπλόκος Α
αυτός που πλέκει σχοινιά και κατασκευάζει διάφορα αντικείμενα από σχοινιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος / σχοινίον + -πλόκος (< πλόκος < πλέκω), πρβλ. στιχοπλόκος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σχοινοπλόκος -ου, ὁ [σχοῖνος, πλέκω] touwslager.