τυκίζω

From LSJ
Revision as of 10:10, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Δειναὶ γὰρ αἱ γυναῖκες εὑρίσκειν τέχνας → Multum struendas mulier ad fraudes valet → Intrigen zu ersinnen ist die Frau geschickt

Menander, Monostichoi, 130
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῠκίζω Medium diacritics: τυκίζω Low diacritics: τυκίζω Capitals: ΤΥΚΙΖΩ
Transliteration A: tykízō Transliteration B: tykizō Transliteration C: tykizo Beta Code: tuki/zw

English (LSJ)

(τύκος) work stones, λίθους Ar.Av.1138.

French (Bailly abrégé)

tailler de la pierre avec le pic ou le ciseau.
Étymologie: τύκος.

Greek (Liddell-Scott)

τῠκίζω: μέλλ. Ἀττικ. -ιῶ, (τύκος) κολάπτω, κόπτω, ξέω (λίθους), τούτους (δηλ. τοὺς λίθους) ἐτύκιζον αἱ κρέκες τοῖς ῥύγχεσι Ἀριστοφ. Ὄρν. 1138.

Greek Monolingual

ΜΑ τύκος
μσν.
κτίζω (ἐξ oὗ καὶ τυκίζω τὸ κτίζω», Ευστ.)
αρχ.
κατεργάζομαι λίθους, πελεκώ λίθους.

Greek Monotonic

τῠκίζω: Αττ. μέλ. τυκιῶ, (τύκος), πελεκάω λίθους, επεξεργάζομαι την πέτρα, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

τῠκίζω: обтесывать, тесать (λίθους Arph.).

Middle Liddell

τῠκίζω, τύκος
to work stones, Ar.