χαλκοκορυστής

From LSJ
Revision as of 11:07, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκοκορυστής Medium diacritics: χαλκοκορυστής Low diacritics: χαλκοκορυστής Capitals: ΧΑΛΚΟΚΟΡΥΣΤΗΣ
Transliteration A: chalkokorystḗs Transliteration B: chalkokorystēs Transliteration C: chalkokorystis Beta Code: xalkokorusth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, bronze-armed, equipped with bronze, Il. 5.699, 6.199,398, al.; ὅμιλος Pi.Pae.6.108.

German (Pape)

[Seite 1331] ὁ, mit oder in eherner Rüstung, Il. 5, 699 u. oft.

French (Bailly abrégé)

οῦ;
adj. m.
couvert d'une armure d'airain.
Étymologie: χαλκός, κορύσσω.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκοκορυστής: -οῦ, ὁ, ὡπλισμένος διὰ χαλκοῦ, Ἰλ. Ε. 699 Ζ. 199, 398, κ. ἀλλ.· πρβλ. ἱπποκορυστής.

English (Autenrieth)

(κορύσσω): in bronze armor, brazen-clad. (Il.)

Greek Monolingual

ὁ, Α
οπλισμένος με χάλκινα όπλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + κόρυς «περικεφαλαία» + κατάλ. -της (πρβλ. ἱππο-κορυσ-της). Ο σχηματισμός του τ. με κατάλ. -της αντί του αναμενόμενου χαλκό-κορυς (πρβλ. τρί-κορυς) για μετρικούς λόγους].

Greek Monotonic

χαλκοκορυστής: -οῦ, ὁ, αυτός που είναι οπλισμένος ή εξοπλισμένος με χαλκό, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

χαλκοκορυστής: οῦ adj. m одетый в медные доспехи (Ἓκτωρ Hom.; Ἄρης HH; Μέμνων Hes.).

Middle Liddell

χαλκο-κορυστής, οῦ, ὁ,
armed or equipt with brass, Il.