ἀναβατός

From LSJ
Revision as of 12:05, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναβᾰτός Medium diacritics: ἀναβατός Low diacritics: αναβατός Capitals: ΑΝΑΒΑΤΟΣ
Transliteration A: anabatós Transliteration B: anabatos Transliteration C: anavatos Beta Code: a)nabato/s

English (LSJ)

Ep. ἀμβατός, όν, to be mounted or to be scaled, easy to be scaled, Il.6.434, Od.11.316, Pi.P.10.27.

Spanish (DGE)

(ἀναβᾰτός) -όν
• Alolema(s): poét. ἀμβᾰτός Il.6.434, Od.11.316, Pi.P.10.27; ἄμβᾰτος Hes.Op.681
1 que puede ser escalado, accesible πόλις Il.6.434, οὐρανός Od.11.316, de una altura, I.AI 3.76, de un templo, I.BI 5.195.
2 accesible, navegable θάλασσα Hes.Op.681.

German (Pape)

[Seite 181] Hom. ἀμβατός, ersteigbar, Il. 6, 434 Od. 11, 316; auch in Prosa.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
poét. ἀμβατός, ός, όν :
où l'on peut monter.
Étymologie: ἀναβαίνω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναβατός: Ἐπ. ἀμβατός, όν, ὃν δύναταί τις νὰ ἀναβῇ, ἢ νὰ ὑπερβῇ διὰ κλίμακος, Ἰλ. Ζ. 434, Ὀδ. Λ. 315, Πίνδ. 2) ἄρτος ἔνζυμος, «τὴν ζύμην τὴν τὸν ἀναβατὸν ἄρτον αἴρουσαν» Μ. Κηρουλ. Πατρ. Ἑλλ. CXX. 794Β. ― ἐκ τούτου ἔγεινε τὸ λειπανάβατος, = ἄζυμος, Δουκάγγ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀναβατός, -ή, -ὸν)
αυτός πάνω στον οποίο μπορεί να ανεβεί κανείς
(νεοελλ. και ανεβατός, -ή, -ό) (για το ψωμί) αυτό που ζυμώθηκε με προζύμι, ο ένζυμος άρτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναβαίνω.
ΠΑΡ. ανάβατος].
και ανάβατος, -η, -ο
1. αυτός πάνω στον οποίο δεν μπορεί κανείς να ανεβεί «αναβατοί εγκρεμοί»
2. (για το ψωμί) αυτό που δεν φούσκωσε, δεν ανέβηκε ακόμη, λειψανάβατο, λειψό
3. το ουδ. ως ουσ. το ανάβατο
προζύμι, φύραμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναβατός. Το αρκτικό α- πήρε τη στερ. σημασία του από τον αναβιβασμό του τόνου].

Greek Monotonic

ἀναβᾰτός: Επικ. ἀμβατός, -όν (ἀναβαίνω), είμαι ανεβασμένος ή αυτός τον οποίο μπορεί να ανεβεί κάποιος, εύκολος την αναρρίχηση, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναβᾰτός: поэт. ἀμβᾰτός 2 на который можно взобраться, доступный (πόλις, οὐρανός Hom.).

Middle Liddell

ἀναβαίνω
to be mounted or scaled, easy to be scaled, Hom.