ἀνταποδείκνυμι
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
English (LSJ)
or ἀνταποδεικνύω, A prove in return or answer, X.Smp.2.22; τὸ ἀντικείμενον Arist.Rh.1403a27. 2 appoint instead, D.C.49.43.
Spanish (DGE)
1 mostrar a su vez ἀνταπέδειξεν ὅ τι κινοίη τοῦ σώματος ἅπαν τῆς φύσεως γελοιότερον X.Smp.2.22, τὸν υἱὸν αὐτοῦ D.C.49.43.7.
2 probar, demostrar τὸ ἀντικείμενον la proposición contraria Arist.Rh.1403a27.
German (Pape)
[Seite 244] (s. δείκνυμι), dagegen zeigen, beweisen, Xen. Symp. 2, 22; Arist. rhet. 2, 26.
French (Bailly abrégé)
ao. ἀνταπέδειξα;
démontrer à son tour.
Étymologie: ἀντί, ἀποδείκνυμι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνταποδείκνυμι: ἢ -ύω: μέλλ. -δείξω: ἀποδεικνύω καὶ ἐγὼ ἐν τῷ μέρει, Ξεν. Συμπ. 2. 22, Ἀριστ. Ρήτ. 2. 26, 3. 2) διορίζω ἀντί τινος, τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἀνταπέδειξεν, διώρισεν ἀντ’ ἐκείνου, Δίων Κ. 49. 43.
Greek Monotonic
ἀνταποδείκνῡμι: ή -ύω, μέλ. -δείξω, αποδεικνύω με τη σειρά μου ή απαντώ, σε Ξεν.