ἀντιφερίζω

From LSJ
Revision as of 13:10, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

οὓς ἡγεμόνας πόλεως ἐπαιδεύσασθε → whom you educated as city leaders

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιφερίζω Medium diacritics: ἀντιφερίζω Low diacritics: αντιφερίζω Capitals: ΑΝΤΙΦΕΡΙΖΩ
Transliteration A: antipherízō Transliteration B: antipherizō Transliteration C: antiferizo Beta Code: a)ntiferi/zw

English (LSJ)

set oneself against, measure oneself with, οὔ τις σοίγε . . δύνατ' ἀντιφερίζειν Il.21.357; κακὸν ἐσλῷ Hes.Th.609; ὅτι μοι μένος ἀντιφερίζεις Il.21.488; σὺ Θεμιστοκλεῖ ἀντιφερίζεις; Ar.Eq.813, cf. 818; ἀ. πὰρ σοφόν Pi.P.9.50.

Spanish (DGE)

ser comparable o equivalente c. dat. οὔ τις σοί γε ... δύνατ' ἀντιφερίζειν Il.21.357, κακὸν ἐσθλῷ ἀντιφερίζει el mal es tanto como el bien Hes.Th.609, σὺ Θεμιστοκλεῖ ἀντιφερίζεις; ¿tú eres tan grande como Temístocles? Ar.Eq.813, cf. 818, Nonn.D.2.288
c. dat. y ac. de rel. μοι μένος ἀντιφερίζεις Il.21.488
c. prep. πρὸς κρείσσονας ἀντιφερίζειν competir con los más fuertes Hes.Op.210, πὰρ σοφόν Pi.P.9.50.

French (Bailly abrégé)

se mesurer ou se comparer avec, τινι.
Étymologie: ἀντιφέρω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιφερίζω: ὡς τὸ ἰσοφαρίζω, τάττω ἐμαυτὸν ἐναντίον τινός, ἀντιμετρῶ ἐμαυτὸν πρός τινα, Ἥφαιστ’, οὔ τις σοί γε θεῶν δύνατ’ ἀντιφερίζειν «ἐξισοῦσθαί σοί νε» (μετάφρ. Γαζῆ) Ἰλ. Φ. 357, πρβλ. Ἡσ. Θ. 609· μένος τινὶ ἀντ. Ἰλ. Φ. 488· σὺ Θεμιστοκλεῖ ἀντιφερίζεις; Ἀριστοφ. Ἱππ. 813, πρβλ. 818· ὡσαύτως, ἀντ. παρά τινα Πινδ. Π. 9. 88· «ἀντιφερίζειν· ἐξισοῦσθαι, ἀντιστῆναι» Ἡσύχ.: πρβλ. ἀντιφέρομαι.

English (Autenrieth)

match oneself against, vie with, τινί, Il. 21.357, 488. (Il.)

English (Slater)

ἀντῐφερίζω set oneself against, match oneself “εἰ δὲ χρὴ καὶ πὰρ σοφὸν ἀντιφερίξαι, ἐρέω” (P. 9.50)

Greek Monotonic

ἀντιφερίζω: μέλ. -σω (ἀντιφέρω), θέτω τον εαυτό μου εναντίον, αναμετρώμαι με, τινί, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.· παρά τινα, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιφερίζω: противопоставлять себя, меряться, равнять себя (τινί Hom., Arph., πρός τινα Hes. и παρά τινα Pind.): μένος τινὶ ἀ. Hom. меряться с кем-л. силами.

Middle Liddell

ἀντιφέρω
to set oneself against, measure oneself with, τινί Il., Ar.; παρά τινα Pind.