ἀποξηραίνω

From LSJ
Revision as of 13:30, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Μέλλοντα ταῦτα. Τῶν προκειμένων τι χρὴ πράσσειν· μέλει γὰρ τῶνδ' ὅτοισι χρὴ μέλειν → Tomorrow is tomorrow. Future cares have future cures, and we must mind today.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποξηραίνω Medium diacritics: ἀποξηραίνω Low diacritics: αποξηραίνω Capitals: ΑΠΟΞΗΡΑΙΝΩ
Transliteration A: apoxēraínō Transliteration B: apoxērainō Transliteration C: apoksiraino Beta Code: a)pochrai/nw

English (LSJ)

A dry up, τὸ ἀρχαῖον ῥέεθρον-ξηρῆναι Hdt.2.99:—Pass., to be dried up, of rivers, ἀποξηρανθῆναι Id.1.75; ἀπεξηρασμένου τοῦ . . ῥεέθρου ib.186, cf. 7.109. 2 generally, dry completely, τὰς ναῦς lay them up, Th.7.12:—Pass., ἀπεξηραμμένα κρεᾴδια Alex.124.11, cf. Thphr.HP8.11.3.

Spanish (DGE)

1 tr. en v. act. secar completamente τὸ ἀρχαῖον ῥέεθρον Hdt.2.99
dejar en seco ἀποξηρᾶναι (τὰς ναῦς) Th.7.12.
2 intr., gener. en v. med.-pas. secarse por completo de un río, Hdt.1.75, 186, cf. 7.109, de carnes, Alex.124.11, de plantas, Thphr.HP 8.11.3, cf. PTeb.773.5 (III a.C.), 1003.12 (II a.C.), PMich.423.10 (II d.C.), 617.13 (II d.C.), PWisc.3.47, 35.9 (II d.C.), de un vestido, Plu.2.696d, tb. en v. act. γῆ κεραμῖτις Hp.Morb.1.17
muy frec. en medic., del cuerpo o partes de él y de los humores secarse οὐ γὰρ ἀποξηραίνονται αἱ κοιλίαι Hp.Aër.10.9, κοιλίη ... ἀποξηρανθεῖσα vientre estreñido Hp.Morb.1.7, cf. Aër.10, Loc.Hom.13, tb. en v. act., Hp.Mul.2.112.

German (Pape)

[Seite 317] ab-, austrocknen, τὸ ῥέεθρον ἀποξηρᾶναι Her. 2, 99; τὰς ναῦς ἀποξηρᾶναι Thuc. 7. 12; pass. austrocknen, Plat. Tim. 65 d; ἀποξηρασμένον ῥέεθρον Her. 7, 109. 1, 86; Sp.; von Pflanzen, verdorren, Theophr. Bei Callim. Cer. 114 ist οἶκον ἀπεξήραινον ὀδόντες, leer machen, d. i. Alles aufzehren; ἀπεξηραμμένα Ath. IX, 383 d aus Alex. S. simpl.

French (Bailly abrégé)

ao. ἀπεξήρανα;
dessécher, mettre à sec (un cours d'eau) ; Pass. être à sec.
Étymologie: ἀπό, ξηραίνω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποξηραίνω: μέλλ. -ᾰνῶ, ἐπὶ ποταμῶν, ξηραίνω ἐντελῶς, τὸ μὲν ἀρχαῖον ῥέεθρον ἀποξηρᾱναι Ἡρόδ. 2. 99: ― Παθ., ξηραίνομαι, γίνομαι ἐντελῶς ξηρός, τὸ… ῥέεθρον ἀποξηρανθῆναι ὁ αὐτ. 1. 75· ἀπεξηρασμένου τοῦ ῥεέθρου αὐτόθι 186, πρβλ. 7. 109. 2) καθόλου, ἐντελῶς ξηραίνω, τὰς ναῦς Θουκ. 7. 12: Παθ. τὰ κρεάδι’ ἔσται τ’ οὐκ ἀπεξηραμμένα Ἄλεξις ἐν «Λέβητι» 5. 11˙ κριθαὶ ἀπεξ. Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 8. 11, 3.

Greek Monolingual

κ. -ξεραίνω (AM ἀποξηραίνω)
1. ξεραίνω κάτι εντελώς
2. (για λίμνες, έλη κ.λπ.) αποστραγγίζω
μσν.- νεοελλ.
αφήνω κάτι εντελώς ξερό, χωρίς ζωή
αρχ.
αφανίζω.

Greek Monotonic

ἀποξηραίνω: μέλ. -ᾰνῶ,
1. ξηραίνω εντελώς, αποξηραίνω έναν ποταμό, σε Ηρόδ. — Παθ., ξηραίνομαι, γίνομαι εντελώς ξηρός, λέγεται για ποταμούς, στον ίδ.
2. ξηραίνω, αφυγραίνω εντελώς, τὰς ναῦς, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποξηραίνω: осушать (ῥέεθρον Her.); сушить, высушивать (τὰς ναῦς Thuc.); pass. сохнуть, высыхать Her., Plat., Arst., Plut.

Middle Liddell


1. to dry up a river, Hdt.:—Pass. to be dried up, run dry, of rivers, Hdt.
2. generally to dry completely, τὰς ναῦς Thuc.