ἀπωστός

From LSJ
Revision as of 13:35, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ὤδινεν ὄρος, Ζεὺς δ' ἐφοβεῖτο, τὸ δ' ἔτεκεν μῦν → the mountain was in laboreven Zeus was afraid — but gave birth to a mouse

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπωστός Medium diacritics: ἀπωστός Low diacritics: απωστός Capitals: ΑΠΩΣΤΟΣ
Transliteration A: apōstós Transliteration B: apōstos Transliteration C: apostos Beta Code: a)pwsto/s

English (LSJ)

ή, όν, A thrust or driven away from, τῆς ἑωυτοῦ (sc. γῆς) Hdt.6.5, cf. S.Aj.1019. II that can be driven away, οὐδὲ ἀπωστοὶ ἔσονται Hdt.1.71.

Spanish (DGE)

-όν
echado, expulsado τῆς ἑωυτοῦ (γῆς) Hdt.6.5, cf. 1.71, S.Ai.1019, ὑπ' αὐτῶν ἐκ τοῦ βίου Fauorin.Fr.17, ἀπωστός· φυγάς Hsch.

German (Pape)

[Seite 342] weggestoßen, vertrieben, γῆς Soph. Ant. 978.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 repoussé, chassé de, gén.;
2 qui ne peut être repoussé ou chassé.
Étymologie: ἀπωθέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπωστός: -ή, -όν, ὁ ἀπελαθεὶς ἀπό τινος μέρους, «ἐκδεδιωγμένος» (Σουΐδ), τῆς ἑωυτοῦ (ἐνν. γῆς) Ἡρόδ. 6. 5, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 1019· «ἀπωστός· φυγὰς» Ἡσύχ. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ ἀπελάσῃ, νὰ ἀποδιώξῃ, οὐδὲ ἀπωστοὶ ἔσονται Ἡρόδ. 1. 71.

Greek Monolingual

βλ. απωθώ.

Greek Monotonic

ἀπωστός: -ή, -όν (ἀπωθέω),
I. αυτός που έχει εκδιωχθεί ή απελαθεί από έναν τόπο, με γεν., σε Ηρόδ., Σοφ.
II. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να εκδιώξει, να εκτοπίσει, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπωστός:
1) изгнанный (γῆς Her., Soph.);
2) отогнанный: οὐκ ἀπωστοὶ ἔσονται Her. их нельзя будет отогнать.

Middle Liddell

ἀπωθέω
I. thrust or driven away from a place, c. gen., Hdt., Soph.
II. that can be driven away, Hdt.