ἀτολμία

From LSJ
Revision as of 13:55, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτολμία Medium diacritics: ἀτολμία Low diacritics: ατολμία Capitals: ΑΤΟΛΜΙΑ
Transliteration A: atolmía Transliteration B: atolmia Transliteration C: atolmia Beta Code: a)tolmi/a

English (LSJ)

ἡ, A want of daring, cowardice, E.Fr.364 (v.l. ἀνανδρία), Th.2.89, X.HG5.3.22, etc. 2 bashfulness, D.61.20.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 falta de audacia, cobardía (στρατόπεδα) ἔπεσεν ὑπ' ἐλασσόνων ... τῇ ἀτολμίᾳ Th.2.89, cf. 4.120, X.HG 5.3.22, D.C.37.32.3.
2 timidez τοῖς δ' ἀποθρασύνεσθαι βουλομένοις ἀτολμίαν ἡ σὴ σωφροσύνη παρεσκεύακεν D.61.20, cf. Hld.7.20.2.

German (Pape)

[Seite 387] ἡ, Muthlosigkeit, Feigheit, Thuc. 4, 120; Ggstz τόλμα Xen. Hell. 5, 3, 22; öfter Plut.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
manque de hardiesse, pusillanimité.
Étymologie: ἄτολμος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτολμία: ἡ, ἔλλειψις τόλμης, δειλία, Εὐρ. Ἀποσπ. 366 (ἄλλ. ἀνανδρία), Θουκ. 2. 89, κτλ. 2) ἁπλῶς τὸ μὴ τολμᾶν, τὸ ὑποχωρεῖν, Δημ. 1407. 14.

Greek Monolingual

και ατολμία, η (AM ἀτολμία) άτολμος
έλλειψη τόλμης, δειλία.

Greek Monotonic

ἀτολμία: ἡ, έλλειψη τόλμης, δειλία, ανανδρία, σε Θουκ., Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ἀτολμία:робость, нерешительность Eur., Thuc., Xen., Dem., Plut.

Middle Liddell

[From ἄτολμος
want of daring, cowardice, backwardness, Thuc., Dem.