ἐκθεατρίζω
οὐδὲν γάρ ἐστι κεκαλυμμένον ὃ οὐκ ἀποκαλυφθήσεται → there is nothing hidden that will not be revealed, there is nothing concealed that will not be revealed, there is nothing covered that shall not be revealed, there is nothing covered that won't be uncovered
English (LSJ)
bring out on the stage, metaph. in Pass., Ath.11.506f; in bad sense, make a public show of, τὴν αὑτῶν ἀκρισίαν Plb.11.8.7; expose to public shame, τοὺς πολεμίους Id.3.91.10, etc.
Spanish (DGE)
1 escenificar μίμους ἐπεδείκνυτο, δι' ὧν οἱ δοῦλοι ... τὰς ἀποστασίας ἐξεθεάτριζον representó unas farsas en las que los esclavos escenificaban sus sublevaciones D.S.34/35.2.46
•fig. ἐκθεατριζόμενον ἔχει καὶ τὸν Καλλίου βίον incluso expone de modo teatral la vida de Calias el Protágoras de Platón, Ath.506f, c. part. ἔμελλον ... οἱ Καρχηδόνιοι ... ἐκθεατριεῖν ... τοὺς πολεμίους φυγομαχοῦντας esperaban los cartagineses mostrar como en un teatro a los enemigos rehuyendo el combate Plb.3.91.10.
2 poner en evidencia, delatar αὑτούς Plb.5.15.2, τὴν ἀβουλίαν τὴν αὑτοῦ Plb.30.9.19, cf. 19.3, Fr.141, μετὰ βλάβης ἐκθεατρίζουσι τὴν ἑαυτῶν ἀκρισίαν Plb.11.8.7.
German (Pape)
[Seite 760] aufs Theater bringen, übh. zur Schau stellen, Pol. 12, 8, 7, wie Ath. IX, 506 f; bes. dem öffentlichen Spott aussetzen, an den Pranger stellen, Pol. 3, 91. 30, 17; entblößen, 5, 15, 2.
French (Bailly abrégé)
1 produire sur la scène;
2 en gén. exposer en public;
3 chasser du théâtre (par des huées) ; huer, décrier.
Étymologie: ἐκ, θέατρον.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκθεᾱτρίζω: φέρω ἐπὶ τῆς σκηνῆς τοῦ θεάτρου, Ἀθήν. 506 F· - δημοσίᾳ ἐπιδεικνύω τι, Πολύβ. 11. 8, 7· ἐκθέτω εἰς δημοσίαν καταισχύνην, θεατρίζω, ὁ αὐτ. 3. 91, 10, κτλ.
Greek Monolingual
ἐκθεατρίζω (Α)
1. φέρνω κάτι στη σκηνή του θεάτρου
2. επιδεικνύω ελάττωμα δημόσια, διαπομπεύω.
Greek Monotonic
ἐκθεᾱτρίζω: μέλ. -σω, εκθέτω σε δημόσια θέα, εκθέτω, παρουσιάζω σε δημόσια καταισχύνη, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ἐκθεατρίζω:
1) выставлять напоказ, обнаруживать (τὴν ἑαυτῶν ἀκρισίαν Polyb.);
2) выставлять на посмеяние (τοὺς πολεμίους φυγομαχοῦντας Polyb.).
Middle Liddell
fut. σω
to make a public show of, to expose to public shame, NTest.