ἐπαναγκάζω
English (LSJ)
compel by force, constrain, c. acc. et inf., A.Pr.671, Ar.Av.1083, PHib.1.34.3 (iii B.C.), etc.:—Pass., ἀροῦν ἐπαναγκασθείς Ar.Pl.525, etc.: freq. with inf. omitted, οὐδ' ἐπηνάγκαζε οὐδὲ εἷς (sc. αὐτοὺς προϊέναι) Hdt.8.130, cf. Ar.Pl.533, Th.5.31.
German (Pape)
[Seite 899] dazu nöthigen, Her. 8, 130; mit dem acc. u. inf., ἐπηνάγκαζέ νιν Διὸς χαλινὸς πρὸς βίαν πράσσειν τάδε Aesch. Prom. 674; Ar. Av. 1083; absolut, Her. 8, 130 u. Thuc. 5, 31, wie Andoc. 4, 17; ἑαυτὸν φίλον τινὶ γίγνεσθαι Plat. Prot. 345 e; Sp.; auch pass., ἀροῦν ἐπαναγκασθείς Ar. Plut. 525.
French (Bailly abrégé)
forcer, contraindre.
Étymologie: ἐπί, ἀναγκάζω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπᾰναγκάζω: μέλλ. -άσω, ἀναγκάζω, μετ’ αἰτιατ. καὶ ἀπαρ., ἀλλ’ ἐπηνάγκαζέ νιν Διὸς χαλινὸς πρὸς βίαν πράσσειν τάδε Αἰσχύλ. Πρ. 671, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1083, Πλ. 799· οὕτως ἐν τῷ Παθ., ἀροῦν ἐπαναγκασθεὶς αὐτόθι 525· - τὸ ἀπαρ. συχνάκις παραλείπεται, οὐδ, ἐπηνάγκαζε οὐδεὶς (ἐξυπ. αὐτοὺς προϊέναι) Ἡρόδ. 8. 130, πρβλ. Ἀριστοφ. Πλ. 533, Θουκ. 5. 31.
Spanish
Greek Monolingual
ἐπαναγκάζω (Α)
αναγκάζω με τη βία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αναγκάζω (< ανάγκη)].
Greek Monotonic
ἐπᾰναγκάζω: μέλ. -άσω, αναγκάζω με τη βία, εξαναγκάζω κάποιον να κάνει κάτι, με απαρ., σε Αισχύλ., Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπᾰναγκάζω: заставлять силой, принуждать (τινὰ ποιεῖν τι Aesch., Her., Arph., Plat., Arst.; ἀροῦν ἐπαναγκασθεὶς καὶ σκάπτειν Arph.).
Middle Liddell
fut. άσω
to compel by force, constrain to do a thing, c. inf., Aesch., Ar.