ἐπιμοίριος

From LSJ
Revision as of 15:25, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιμοίριος Medium diacritics: ἐπιμοίριος Low diacritics: επιμοίριος Capitals: ΕΠΙΜΟΙΡΙΟΣ
Transliteration A: epimoírios Transliteration B: epimoirios Transliteration C: epimoirios Beta Code: e)pimoi/rios

English (LSJ)

ον, fated, νήματα AP7.504 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 964] νήματα, des Schicksals Faden, Leon. Tar. 93 (VII, 504).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
du destin, fatal.
Étymologie: ἐπί, μοῖρα.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιμοίριος: -ον, (μοῖρα) εἰς τὴν μοῖραν ἀνήκων, μοιραῖος, νήματα Ἀνθ. Π. 7. 504.

Greek Monolingual

ἐπιμοίριος, -ον (Α)
αυτός που ανήκει στη μοίρα, που καθορίζεται από τη μοίρα, ο μοιραίος.

Greek Monotonic

ἐπιμοίριος: -ον (μοῖρα), μοιραίος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιμοίριος: предопределенный, роковой: νήματ᾽ ἐπιμοίρια Anth. нити судьбы.

Middle Liddell

ἐπι-μοίριος, ον μοῖρα
fated, Anth.