ἐπιπόδιος
From LSJ
νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her
English (LSJ)
α, ον, upon the feet, S.OT1350 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 971] an den Füßen, z. B. πέδαι, Fußfesseln, Soph. O. R. 1350.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
attaché aux pieds.
Étymologie: ἐπί, πούς.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπόδιος: -α, -ον, (ποὺς) ὁ ἐπὶ τῶν ποδῶν· σχηματισθὲν ὡς τὸ ἐμπόδιος, περιπόδιος, ὄλοιθ’ ὅστις ἦν ὃς ἀγρίας πέδας... ἐπιποδίας ἔλυσ’ Σοφ. Ο. Τ. 1350.
Greek Monolingual
ἐπιπόδιος, -ον (Α) πους
αυτός που βρίσκεται πάνω στα πόδια ή ανήκει στα πόδια («ἀγρίας πέδας... ἐπιποδίας (δεσμά)», Σοφ.).
Greek Monotonic
ἐπιπόδιος: -α, -ον (πούς), αυτός που βρίσκεται στα πόδια, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιπόδιος: находящийся на ногах, ножной (πέδαι Soph.).