ἵξις
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
English (LSJ)
Ion. ἴξις,, εως, ἡ, (ἵκω) A coming, E.Tr.396 (prob.l.); οὐ πτύσις ἀλλ' ἀναγωγὴ καλέεται, τῆς ἄνω ἴξιος [τῆς ὁδοῦ] τοὔνομα ἔχουσα Aret. SA2.2; οἶνος ὠκὺς ἐς τὴν ἄνω ἴξιν Id.CA2.4. 2 passage through, οὐδαμῆ . . κατὰ τὴν τοῦ θώρηκος ἴ. Hp.Acut.15 (but perhaps simply, 'at no point in the θ.') ; ἵξιν παρέχεσθαι allow free passage, dub. in Sch. Epicur.Ep.1p.8U. (fort. εἶξιν). II direction, straight line, esp. vertical line, καθημένῳ πόδες ἐς τὴν ἄνω ἴ. κατ' ἰθὺ γούνασι his feet when he is seated should be vortically opposite his knees, Hp.Off.3; ἐπιδεῖν δεξιὰ ἐπ' ἀριστερά, ἀριστερὰ ἐπὶ δεξιά, πλὴν κεφαλῆς· ταύτην δὲ κατ' ἴξιν vertically, ib.9; βάλλεσθαι χρὴ τὸ ὀθόνιον κατ' αὐτὴν τὴν ἴ. τοῦ ἕλκεος directly over the wound, Id.Fract.26; τοὺς νάρθηκας . . μὴ κατὰ τὴν ἴ. τοῦ ἕλκεος προστιθέναι ibid.; ὁκόσα κοινωνεῖ τοῖσι τῆς κνήμης ὀστέοισι καὶ αὐτέῃ τῇ ἴξει ib.9 codd. (κατὰ τὴν ἴξιν Gal.18(2).423; κατ' αὐτὴν τὴν ἴ. Ermerins). 2 κατ' ἴξιν c. gen., corresponding to, on the same side as, ἤλγησεν κατὰ βουβῶνα, σπληνὸς κατ' ἴ., i.e. on the spleen or left side of the body, Hp.Epid.1.26.γ, cf. 4.35,37, Art.33, Fract.16, 18, Mul.1.17; τῶν ὀδόντων τῶν τε ἄνω καὶ τῶν κάτω κατ' ἴ. Id.Art.31; = ex ipsa parte, Cass.Fel.37; ἐν πυρετοῖσι ἀπὸ σπληνὸς καὶ ἥπατος διὰ ῥινῶν αἱμορραγέουσι, κατ' ἴ. τοῦ σπλάγχνου τοῦ μυκτῆρος ῥέοντος the nostril corresponding to the organ in question, Aret.SA 2.2; ἡ κατ' ἴ. κληίς the corresponding (i.e. liver or right side) collarbone, ib.2.7, cf. CA1.10; κατὰ τὴν ὄπισθεν ἴ. at the back of the leg, Hp.Art.60. 3 more generally, in line with, κατ' ἴ. τοῦ πυγαίου ποιησάμενον τὴν σανίδα ib.75; κατ' ἴ. τῇ ἐντομῇ τῇ ἐς τὸν τοῖχον ib.47.
French (Bailly abrégé)
v. ἷξις.
Greek (Liddell-Scott)
ἵξις: Ἰων. ἴξις, εως, ἡ, (ἴκω) γραμμὴ κινήσεως, κατ’ ἴξιν τινός, κατὰ τὴν διεύθυνσίν τινος, κατ’ εὐθεῖαν πρός τι, Ἱππ. Ἐπιδ. τὸ Α΄ 974· ἐς τὴν ἄνω ἴξιν ὁ αὐτ. π. Ἰητρεῖον 740· κατὰ τὴν τοῦ θώρηκος ἴξιν, κατὰ τὴν τοῦ θώρηκος διάβασιν, ὁ αὐτ. π. Διαίτ. Ὀξ. 385· κατὰ τὴν ὄπισθεν ἴ. ὁ αὐτ. 826Ε· ἵξιν παρέχεσθαι, παρέχεσθαι ἐλευθέραν δίοδον, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 43. ― Ἰων. λέξ. 2) = ἄφιξις, καὶ ταῦτ’ Ἀχαιῶν ἵξις ἐξεργάζεται Εὐρ. Τρῳ. 396· ― ἐν Α. Β. 99, 4, φέρεται: «ἧξις, ἀντὶ τοῦ ἄφιξις, Εὐριπίδης Τρωάσιν». ― Τὴν γραφὴν ἧξις παραδέξατο ὁ Nauck., ἴδε ἧξις. ― Παρ’ Ἡσύχ. προπερισπᾶται ἡ λέξις καὶ ἑρμηνεύεται: «ἶξις. παρουσία, ἄφιξις, ἱκετία», ὑπάρχει δὲ παρὰ τῷ αὐτῷ καὶ ἡ γραφὴ ἧξις.
Greek Monolingual
ἵξις, -εως, ιων. τ. ἴξις, ἡ (Α) ίκω
1. άφιξη, ερχομός
2. διάβαση, πέρασμα
3. διεύθυνση
4. κατακόρυφη γραμμή
5. φρ. «κατ' ἴξιν»
α) κατά τη διεύθυνση κάποιου, κατευθείαν προς κάτι
β) στην ίδια γραμμή, στην ίδια διεύθυνση με κάτι.