ὁμόγλωσσος

From LSJ
Revision as of 18:05, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

κατ' ἀρχῆς γὰρ φιλαίτιος λεώςpeople are always ready to blame the rulers, people are against authority, people were fond of anything by which they could call authority in question

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόγλωσσος Medium diacritics: ὁμόγλωσσος Low diacritics: ομόγλωσσος Capitals: ΟΜΟΓΛΩΣΣΟΣ
Transliteration A: homóglōssos Transliteration B: homoglōssos Transliteration C: omoglossos Beta Code: o(mo/glwssos

English (LSJ)

ον, Att. ὁμόγλωττος, speaking the same tongue, Hdt.8.144, Phld.Po.2.72; τινι with one, Hdt.1.57,171, X.Cyr.1.1.5, etc.

German (Pape)

[Seite 333] att. -γλωττος, gleichsprachig, einerlei Sprache redend; τινί, Her. 1, 171. 2, 158; absolut, 8, 144; Xen. Cyr. 1, 1, 5; Sp., wie Luc. de salt. 64.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui parle la même langue : τινι, que qqn.
Étymologie: ὁμός, γλῶσσα.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόγλωσσος: -ον, Ἀττ. -ττος, ὁ ὁμιλῶν τὴν αὐτὴν γλῶσσαν, Ἡρόδ. 8. 144· τινι, μετὰ τινος, ὁ αὐτ. 1. 57, 171, Ξεν. Κύρ. 1. 1, 5, κλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὁμόγλωσσος, αττ. τ. ὁμόγλωττος, -ον)
αυτός που μιλά την ίδια γλώσσα («τὸ Έλληνικὸν ἐὸν ὅμαιμόν τε καὶ ὁμόγλωσσον», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -γλωσσος (< γλῶσσα), πρβλ. ιδιό-γλωσσος].

Greek Monotonic

ὁμόγλωσσος: -ον, Αττ. -ττος (γλῶσσα), αυτός που μιλάει την ίδια γλώσσα, σε Ηρόδ.· τινι, με κάποιον, στον ίδ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ὁμόγλωσσος: атт. ὁμόγλωττος 2 одноязычный, говорящий на том же языке Her., Xen., Plut.: σφίσι ὁμόγλωσσοι Her. говорящие на одном с ними языке.

Middle Liddell

ὁμό-γλωσσος, ον, γλῶσσα
speaking the same tongue, Hdt.; τινι with one, Hdt., Xen.