ὁμόγλωσσος
κατ' ἀρχῆς γὰρ φιλαίτιος λεώς → people are always ready to blame the rulers, people are against authority, people were fond of anything by which they could call authority in question
English (LSJ)
ον, Att. ὁμόγλωττος, speaking the same tongue, Hdt.8.144, Phld.Po.2.72; τινι with one, Hdt.1.57,171, X.Cyr.1.1.5, etc.
German (Pape)
[Seite 333] att. -γλωττος, gleichsprachig, einerlei Sprache redend; τινί, Her. 1, 171. 2, 158; absolut, 8, 144; Xen. Cyr. 1, 1, 5; Sp., wie Luc. de salt. 64.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui parle la même langue : τινι, que qqn.
Étymologie: ὁμός, γλῶσσα.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμόγλωσσος: -ον, Ἀττ. -ττος, ὁ ὁμιλῶν τὴν αὐτὴν γλῶσσαν, Ἡρόδ. 8. 144· τινι, μετὰ τινος, ὁ αὐτ. 1. 57, 171, Ξεν. Κύρ. 1. 1, 5, κλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ὁμόγλωσσος, αττ. τ. ὁμόγλωττος, -ον)
αυτός που μιλά την ίδια γλώσσα («τὸ Έλληνικὸν ἐὸν ὅμαιμόν τε καὶ ὁμόγλωσσον», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -γλωσσος (< γλῶσσα), πρβλ. ιδιό-γλωσσος].
Greek Monotonic
ὁμόγλωσσος: -ον, Αττ. -ττος (γλῶσσα), αυτός που μιλάει την ίδια γλώσσα, σε Ηρόδ.· τινι, με κάποιον, στον ίδ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ὁμόγλωσσος: атт. ὁμόγλωττος 2 одноязычный, говорящий на том же языке Her., Xen., Plut.: σφίσι ὁμόγλωσσοι Her. говорящие на одном с ними языке.
Middle Liddell
ὁμό-γλωσσος, ον, γλῶσσα
speaking the same tongue, Hdt.; τινι with one, Hdt., Xen.