ὑποκλυσμός

From LSJ
Revision as of 18:26, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ψυχὴν ἔθιζε πρὸς τὰ χρηστὰ πράγματα → Ita tempera animum, ut rebus assuescat bonis → Gewöhne deine Seele nur an Nützliches

Menander, Monostichoi, 548
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποκλυσμός Medium diacritics: ὑποκλυσμός Low diacritics: υποκλυσμός Capitals: ΥΠΟΚΛΥΣΜΟΣ
Transliteration A: hypoklysmós Transliteration B: hypoklysmos Transliteration C: ypoklysmos Beta Code: u(poklusmo/s

English (LSJ)

ὁ, purging from below, as by a clyster, Plu.2.974c.

German (Pape)

[Seite 1220] ὁ, das Ausspülen, Reinigen des Leibes durch Klystiere, Plut. u. Medic.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
lavement.
Étymologie: ὑποκλύζω.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποκλυσμός: ὁ, τὸ ὑποκλύζειν, Πλούτ. 2, 974C˙Ϗ - ὑπόκλῠσις, εως, ἠ, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ο / ὑποκλυσμός, ΝΜΑ ὑποκλύζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του υποκλύζω, η πλύση με κλύσμα (α. «ο γιατρός υπέδειξε έναν υποκλυσμό κάθε βράδι» β. «τῆς ἴβεως τὸν ὑποκλυσμὸν ἅλμη καθαιρομένης», Πλούτ.)
νεοελλ.
ιατρ. έγχυση υγρού στο παχύ έντερο, μέσω του πρωκτού, για απομάκρυνση του εντερικού περιεχομένου, για διαγνωστικούς σκοπούς, για χορήγηση φαρμάκων ή, τέλος, για τεχνητή διατροφή (α. «καθαρτικός υποκλυσμός» β. «διαγνωστικός υποκλυσμός» γ. «φαρμακευτικός υποκλυσμός» δ. «θρεπτικός υποκλυσμός»).

Russian (Dvoretsky)

ὑποκλυσμός:промывание Plut.