ὑψίκομπος
From LSJ
ἀναπλασμὸς ἐκ ματαίων ἐλπίδων → building of castles in the air
English (LSJ)
ον, boasting, arrogant, Eust.1687.49. Adv. ὑψῐ-πως S.Aj.766.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
orgueilleux, arrogant.
Étymologie: ὕψι, κόμπος.
Greek (Liddell-Scott)
ὑψίκομπος: -ον, ὁ μεγάλως κομπάζων, ὑπερήφανος, Εὐστάθ. 1687. 49. Ἐπίρρ., -πως, ὁ δ’ ὑψικόμπως κἀφρόνως ἠμείψατο Σοφ. Αἴ. 766.
Greek Monolingual
-ον, Μ
κομπορρήμων, αλαζόνας.
επίρρ...
ὑψικόμπως Α
με κομπορρημοσύνη, αλαζονικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + κόμπος «κομπασμός» (πρβλ. πολύ-κομπος)].
Greek Monotonic
ὑψίκομπος: -ον, υπερβολικά κομπορρήμων, υπερόπτης, αλαζόνας, επηρμένος, αυθάδης· επίρρ., σε Σοφ.