ὠμοβρώς
πεσούσης νυκτός, πάσα γυνὴ Λαΐς εστί → at nightfall, every woman is a Laïs | all cats are gray at night | all cats are gray by night | all cats are gray in the dark | all cats are grey at night | all cats are grey by night | all cats are grey in the dark | all women look the same with the lights off | when lights are out all women look the same
English (LSJ)
ῶτος, ὁ, ἡ, eating raw flesh, E.Tr. 436, HF889 (lyr.), Tim.Pers.150, prob. in S.Fr.799.5.
French (Bailly abrégé)
ῶτος (ὁ, ἡ)
c. ὠμοβόρος.
Greek (Liddell-Scott)
ὠμοβρώς: ῶτος, ὁ, ἡ, ὁ ἐσθίων ὠμὸν κρέας, Εὐρ. Τρῳ. 436, Ἡρ. Μαιν. 887· καὶ πιθανῶς διορθωτέον ὠμοβρὼς ἀντὶ -βρῶτα ἐν Σοφ. Ἀποσπ. 153.
Greek Monolingual
-ῶτος, ὁ, ἡ, Α
1. ωμοβόρος
2. ὠμόβρωτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + -βρώς (< βιβρώσκω «τρώω»), πρβλ. σαρκο-βρώς].
Greek Monotonic
ὠμοβρώς: -ῶτος, ὁ, ἡ (βιβρώσκω), αυτός που τρώει ωμό κρέας, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ὠμοβρώς: ῶτος adj. ὠμός
1) едящий сырое мясо Soph., Eur.;
2) кровожадный, жестокий (ἀποινόδικοι δίκαι Eur.).