διαμικρολογέομαι
From LSJ
English (LSJ)
deal grudgingly, πρός τινα Plu.Sol.30.
Spanish (DGE)
conducirse con resentimiento πρὸς τὸν Πεισίστρατον Plu.Sol.30.
German (Pape)
[Seite 590] dep. med., sehr kleinlich sein, περί τινος πρός τινα, Plut. Sol. 30.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
impf. 3ᵉ sg. διεμικρολογεῖτο;
opposer de petites raisons, chicaner.
Étymologie: διά, μικρολογέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-μικρολογέομαι kleinzielig doen.
Russian (Dvoretsky)
διαμικρολογέομαι: спорить из-за мелочей, придираться (πρός τινα περί τινος Plut.).
Greek Monotonic
διαμῑκρολογέομαι: μέλ. -ήσομαι, αποθ., συμπεριφέρομαι με μικρότητα, αντιμετωπίζω με μικροπρέπεια, πρός τινα, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
διαμῑκρολογέομαι: μικρολόγως φέρομαι, πρός τινα Πλούτ. Σόλ. 30.