κατεισάγω

From LSJ
Revision as of 20:40, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατεισάγω Medium diacritics: κατεισάγω Low diacritics: κατεισάγω Capitals: ΚΑΤΕΙΣΑΓΩ
Transliteration A: kateiságō Transliteration B: kateisagō Transliteration C: kateisago Beta Code: kateisa/gw

English (LSJ)

[ᾰγ], display to one's own loss, μωρίαν AP10.91 (Pall.).

German (Pape)

[Seite 1394] (s. ἄγω), zu seinem Schaden an den Tag legen, verrathen, μωρίαν Pallad. 71 (X, 91).

French (Bailly abrégé)

produire au jour, rendre visible.
Étymologie: κατά, εἰσάγω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-εισάγω aan het licht brengen.

Russian (Dvoretsky)

κατεισάγω: обнаруживать, показывать (μωρίαν Anth.).

Greek Monolingual

κατεισάγω (Α)
φέρω εις φως, δείχνω, φανερώνω κάτι επί ζημία μου.

Greek Monotonic

κατεισάγω: μέλ. -ξω, προδίδω κάποιον προκαλώντας το χαμό του, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

κατεισάγω: φέρω εἰς φῶς, φανερώνω πρὸς ζημίαν μου, ὅταν στυγῇ τις ἄνδρα, τὸν θεὸς φιλεῖ, μεγίστην μωρίαν κ. Ἀνθ. Π. 10. 91.

Middle Liddell

fut. ξω
to betray to one's own loss, Anth.