κρεανόμος

From LSJ
Revision as of 21:00, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρεᾱνόμος Medium diacritics: κρεανόμος Low diacritics: κρεανόμος Capitals: ΚΡΕΑΝΟΜΟΣ
Transliteration A: kreanómos Transliteration B: kreanomos Transliteration C: kreanomos Beta Code: kreano/mos

English (LSJ)

ὁ, (νέμω) one who distributes the flesh of victims, E.Cyc.245: as adjective, mangling, τέκνων Lyc.203, cf. 762.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui distribue les chairs d'une victime;
2 qui coupe de la chair en morceaux.
Étymologie: κρέας, νέμω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρεανόμος -ον [κρέας, νέμω] vlees snijdend; subst. ὁ κρεανόμος voorsnijder.

Russian (Dvoretsky)

κρεᾱνόμος:разделяющий жертвенное мясо Eur.

Greek Monolingual

κρεανόμος, ὁ (Α)
1. αυτός που διανέμει το κρέας
2. ως επίθ. αυτός που κατακρεουργεί, που κατασπαράσσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο)- + -νόμος (< νέμω), πρβλ. αγορανόμος, παιδονόμος.

Greek Monotonic

κρεᾱνόμος: ὁ (νέμω), αυτός που διαμοιράζει τη σάρκα των θυσιών, κόφτης κρέατος, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

κρεᾱνόμος: ὁ, (νέμω) ὁ διανέμων τὸ κρέας τῶν θυμάτων, Εὐρ. Κύκλ. 245· ― ὡς ἐπίθ., ὁ σπαράττων, τέκνων Λυκόφρ. 203, πρβλ. 762.

Middle Liddell

κρεᾱ-νόμος, ὁ, νέμω
one who distributes the flesh of victims, a carver, Eur.