παρηορία

From LSJ
Revision as of 21:20, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

ἀνιαρῶς τε φέρει τὴν τελευτὴν, καίτοι γε τὸν πρόσθεν χρόνον διαχλευάζων τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον, καὶ πρᾴως ἐπιτωθάζων → he bears death with grief, although in a former time he criticized, and mildly derided, those that were fearing death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρηορία Medium diacritics: παρηορία Low diacritics: παρηορία Capitals: ΠΑΡΗΟΡΙΑ
Transliteration A: parēoría Transliteration B: parēoria Transliteration C: parioria Beta Code: parhori/a

English (LSJ)

ἡ, in plural, A side-traces, by which the παρήορος was attached beside the regular pair, ἵπποιο παρηορίας ἀπέταμνε Il.8.87; ἐν δὲ παρηο ρίῃσι… Πήδασον ἵει he harnessed Pedasus with side-traces, 16.152. II in plural, outlying reaches of a river, Arat.600.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
trait pour attacher un cheval de main.
Étymologie: παρήορος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρηορία -ας, ἡ [παρήορος] (zij)teugel, zijriem, zijlijn.

Russian (Dvoretsky)

παρηορία: ἡ (только pl.) упряжь пристяжной лошади, пристяжка Hom.

Greek Monolingual

ἡ, Α παρήορος
στον πληθ. αἱ παρηορίαι
α) οι τεντωμένοι ιμάντες με τους οποίους δένονταν ο παρήορος δίπλα στα ζευγμένα άλογα του άρματος
β) οι εκτάσεις που βρίσκονται και στις δύο πλευρές ποταμού, παραποτάμιες εκτάσεις.

Greek Monotonic

παρηορία: ἡ, στον πληθ., ιμάντες, δηλ. λουριά με τα οποία το άλογο δένεται δίπλα στην άμαξα, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐν δὲ παρηορίῃσι Πήδασον ἵει, δάμασε τον Πήγασο με χαλινάρια, στο ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

παρηορία: ἡ, ἐν τῷ πληθ., αἱ τοῦ παρηόρου ἵππου ταινίαι, αἱ παραζεύξεις, ὅ ἐστιν οἱ ἔξωθεν παρατεταμένοι ἱμάντες, ἵπποιο παρηορίας ἀπέταμνε Ἰλ. Θ. 87˙ ἐν δὲ παρηορίῃσιν ... Πήδασον ἵει, ἐν δὲ ταῖς ἔξω τοῦ ζυγοῦ ἡνίαις ἔζευξε τὸν Πήδ., Π. 152. ΙΙ. τὰ πλάγια οἱουδήποτε πράγματος, οἷον ποταμοῦ, Ἄρατ. 600.

Middle Liddell

παρηορία, ἡ,
in pl. side-traces, i. e. the traces by which the outside horse (παρήοροσ) was harnessed beside the regular pair, Il.; ἐν δὲ παρηορίῃσι Πήδασον ἵει he harnessed Pedasus with side-traces, Il.