ποιμανόριον
From LSJ
τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
English (LSJ)
τό, (ποιμάνωρ) herd: metaph., army, A.Pers.74(lyr.).
German (Pape)
[Seite 651] τό, die geweidete Heerde, die von Fürsten, Feldherren geführte u. gelenkte Menschenmenge, die Heerschaar, Aesch. Pers. 74.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
troupeau d'hommes, multitude.
Étymologie: ποιμάνωρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποιμᾱνόριον -ου, τό [ποιμάνωρ] kudde, leger.
Russian (Dvoretsky)
ποιμᾱνόριον: τό стадо, перен. толпа, тж. войско Aesch.
Greek Monolingual
τὸ, Α ποιμάνωρ, -ορος]]
1. ποίμνη, ποίμνιο
2. μτφ. στρατός, στράτευμα.
Greek Monotonic
ποιμᾱνόριον: τό, το κοπάδι· μεταφ., στρατός, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
ποιμᾱνόριον: τό, (ποιμάνωρ) ποίμνη: στρατός, Αἰσχύλ. Πέρσ. 75.