προσδανείζω
γεγόναμεν γὰρ πρὸς συνεργίαν ὡς πόδες, ὡς χεῖρες, ὡς βλέφαρα, ὡς οἱ στοῖχοι τῶν ἄνω καὶ κάτω ὀδόντων. τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν → we are all made for mutual assistance, as the feet, the hands, and the eyelids, as the rows of the upper and under teeth, from whence it follows that clashing and opposition is perfectly unnatural
English (LSJ)
lend besides, PFlor.81.1 (ii A.D.):—Med., borrow besides, X.An.7.5.5, Lys.19.55; προσδεδανεῖσθαι τοῖς ξένοις that he had also borrowed from his friends, ib.26.
German (Pape)
[Seite 754] noch dazu verleihen, ausleihen; med. noch dazu borgen, τί, Xen. An. 7, 5, 5; καὶ ἄλλοθεν προσδεδανεῖσθαι Lys. 19, 26; Sp., D. Sic.
French (Bailly abrégé)
prêter en outre à, τινι;
Moy. προσδανείζομαι emprunter en outre.
Étymologie: πρός, δανείζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-δανείζω, med. er nog bij lenen.
Russian (Dvoretsky)
προσδᾰνείζω: давать сверх того взаймы, ссужать, med. брать еще взаймы, занимать Xen.: προσδεδανεῖσθαί τινι ἄλλοθεν Lys. занять для кого-л. у других.
Greek Monolingual
ΜΑ
δανείζω κάποιον επί πλέον («ἀλλὰ καὶ ἕτερα προσδανεισάμενος κατέφαγε», Μηναί.).
Greek Monotonic
προσδᾰνείζω: μέλ. -σω, δανείζω επιπλέον — Μέσ., δανείζομαι, δηλ. δανείζομαι επιπλέον, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
προσδᾰνείζω: δανείζω προσέτι. ― Μέσ., δανείζομαι προσέτι, λαμβάνω δάνεια, Ξεν. Ἀν. 7. 5, 5, Λυσί. 157. 1· οὕτως ἐν τῷ παθ. πρκμ. προσδεδανεῖσθαι τοῖς ξένοις, ἐκ τῶν ξένων, ὁ αὐτ. 154. 19.
Middle Liddell
fut. σω
to lend besides: Mid. to have lent one, i. e. to borrow, besides, Xen.