συνεξαιρέω

From LSJ
Revision as of 22:32, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

γλῶσσα πολλῶν ἐστιν αἰτία κακῶν → Malis initium lingua permultis dedit → Die Zunge ist vielfachen Leides Ursache

Menander, Monostichoi, 220
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεξαιρέω Medium diacritics: συνεξαιρέω Low diacritics: συνεξαιρέω Capitals: ΣΥΝΕΞΑΙΡΕΩ
Transliteration A: synexairéō Transliteration B: synexaireō Transliteration C: syneksaireo Beta Code: sunecaire/w

English (LSJ)

A take out together, help in removing, συνεξελεῖν ὑμῖν τὸ θηρίον ἐκ τῆς χώρης Hdt.1.36; συμφόνευε καὶ συνεξαίρει δόμων E.Ion 1044:—Med., σ. τὸ προνοεῖσθαι take it away also, X.Cyn.5.28. 2 Act., help in taking, σ. τισὶ Σελλασίαν Id.HG7.4.12, cf. Th.2.29 (v.l. ξυνελεῖν); μετά τινος Ἀμφίπολιν Aeschin.2.32, cf. IG22.127.45; σ. δορί E.Ion61; Φρύγας Id.Tr.24; Τροίαν Isoc.9.18. II Med., help in rescuing, Plb.5.11.5.

French (Bailly abrégé)

f. συνεξαιρήσω, ao.2 συνεξεῖλον, etc.
1 aider à faire disparaître;
2 aider à prendre, à détruire.
Étymologie: σύν, ἐξαιρέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-εξαιρέω, Att. ook ξυνεξαιρέω helpen te verwijderen, met dat. en acc. iem. iets of iem.; met ἐκ + gen., met gen. ergens uit. milit. helpen verwoesten; met dat. en acc. iem. iets (een plaats).

Russian (Dvoretsky)

συνεξαιρέω: (fut. συνεξαιρήσω, aor. 2 συνεξεῖλον)
1) тж. med. вместе убирать, помогать изгнать (τινι τὸ θηρίον ἐκ τῆς χώρης Her.; τινα δόμων Eur.);
2) med. одновременно отнимать: συνεξαιρεῖσθαι τὸ προνοεῖσθαι Xen. в то же время лишать предусмотрительности;
3) вместе завоевывать, помогать захватить или разрушить (τινι πόλιν Xen.): σ. Φρύγας Eur. общими силами разбить фригийцев; σ. δορί Eur. быть военным союзником;
4) помогать спасти (τινί τινα Polyb.).

Greek Monotonic

συνεξαιρέω: μέλ. -ήσω, αόρ. βʹ -εξεῖλον, Ιων. απαρ. -εξελέειν·
1. εξάγω μαζί, βγάζω από κοινού, βοηθώ στην απομάκρυνση, σε Ηρόδ. — Μέσ., σε Ευρ.· επίσης, αφαιρώ ομοίως, σε Ξεν.
2. βοηθώ στην κατάληψη ή την κυρίευση, σε Ευρ., Ξεν.

Greek Monolingual

συνεξαιρέω, Α ἐξαιρῶ
1. διώχνω κάτι ταυτοχρόνως («συνεξελεῖν ὑμῖν τὸ θηρίον ἐκ τῆς χώρης», Ηρόδ.)
2. συμβάλλω στην κατάληψη, στην κυρίευση, κυριεύω με κάποιον («συνεξαιρεῖν μετά τινος Ἀμφίπολιν», Αισχίν.)
3. μέσ. συνεξαιροῦμαι, -έομαι
α) αφαιρώ κάτι επί πλέον («οἱ φόβοι τῶν κυνῶν συνεξαιροῦνται τὸ προνοεῖσθαι», Ξεν.)
β) συμβάλλω στη σωτηρία, απολυτρώνω μαζί («συσσῴζειν μᾶλλον καὶ συνεξαιρεῖσθαι τοῖς ἀναιτίοις τοὺς δοκοῦντας ἀδικεῖν», Πολ.).

Greek (Liddell-Scott)

συνεξαιρέω: ἐξάγω ὁμοῦ, συνεκβάλλω, συνεξελέειν ὑμῖν τὸ θηρίον ἐκ τῆς χώρης Ἡρόδ. 1. 36. ― Μέσ., συμφόνευε καὶ συνεξαίρει δόμων Εὐρ. Ἴων 1044· σ. τὸ διανοεῖσθαι, ἀφαιρῶ ὁμοίως, Ξεν. Κυν. 5, 28. 2) βοηθῶ εἰς κατάληψιν ἤ κυρίευσιν, συγκυριεύω, σ. τινι πόλιν Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 12· μετά τινος· Αἰσχίν. 32. 28· οὕτω, σ. δορὶ Εὐρ. Ἴων 61· Φρύγας ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 24· Τροίαν Ἰσοκρ. 192C. ΙΙ. διασώζω, ἀπολυτρώνω ὁμοῦ, Πολύβ. 5. 11, 5.

Middle Liddell

fut. ήσω aor2 -εξεῖλον ionic inf. -εξελέειν
1. to take out together, to help in removing, Hdt.:— Mid., Eur.: to take away also, Xen.
2. to help in taking, Eur., Xen.