συμπεριφθείρομαι
From LSJ
English (LSJ)
Pass., go about with any one to one's own ruin, Luc.Pseudol.18, Ath.7.289c; cf. φθείρω ΙΙ.
German (Pape)
[Seite 987] pass., zu seinem eigenen od. Anderer Verderben herumgehen; Luc. Pseudol. 18; Ath. VII, 289 c.
French (Bailly abrégé)
périr avec, τινι.
Étymologie: σύν, περιφθείρομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμ-περιφθείρομαι tot zijn ongeluk mee rondgaan met, met dat.
Russian (Dvoretsky)
συμπεριφθείρομαι: вместе или одновременно погибать Luc.
Greek Monolingual
Α περιφθείρομαι
διαφθείρομαι κατά την συναναστροφή μου με κάποιον.
Greek Monotonic
συμπεριφθείρομαι: Παθ., περιφέρομαι με κάποιον, με αποτέλεσμα την καταστροφή μου, σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
συμπεριφθείρομαι: παθ., περιφέρομαι μετά τινος πρὸς ἰδίαν μου βλάβην ἢ καταστροφήν, Λουκ. Ψευδολ. 18, Ἀθήν. 289C· πρβλ. φθείρω ΙΙ.