δεινόπους

From LSJ
Revision as of 23:15, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεινόπους Medium diacritics: δεινόπους Low diacritics: δεινόπους Capitals: ΔΕΙΝΟΠΟΥΣ
Transliteration A: deinópous Transliteration B: deinopous Transliteration C: deinopous Beta Code: deino/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, -πουν, τό, gen. ποδος, with terrible foot, Ἀρά (as if she were a hound upon the track), S.OT418.

Spanish (DGE)

-ποδος
de pie terrible, de caminar terrible fig. ἀρά S.OT 418.

German (Pape)

[Seite 538] οδος, mit schrecklichem Fuße, Ἀρά, die schrecklich verfolgende Rachegöttin, Soph. O. R. 418.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν, gén. -ποδος
aux pieds terribles, càd à la marche terrible (l'Imprécation).
Étymologie: δεινός, πούς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεινόπους -ουν, gen. -ποδος [δεινός, πούς] met vervaarlijke voet:. δεινόπους ἀρά een vervloeking met vervaarlijke voet Soph. OT 418.

Russian (Dvoretsky)

δεινόπους: 2, gen. ποδος со страшными ногами, т. е. неотступно преследующий, беспощадный (Ἀρά Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

δεινόπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ φοβεροὺς ἔχων πόδας, Ἀρά δ., (ὡς εἰ ἦτο κύων θηρευτικὴ καταδιώκουσα τὰ ἴχνη τοῦ θύματὸς της), Σοφ. Ο. Τ. 418.

Greek Monolingual

δεινόπους, -ουν (Α)
αυτός που έχει τρομερά στην ταχύτητα πόδια, ο πολύ γρήγορος, («δεινόπους Ἀρά»).

Greek Monotonic

δεινόπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, ικανός στα πόδια· Ἀρὰ δ. (σαν να ήταν κυνηγετικό σκυλί που καταδιώκει τα χνάρια του θηράματός του), σε Σοφ.

Middle Liddell


terrible of foot, Ἀρὰ δ. (as if she was a hound upon the track), Soph.