κινύσσομαι
δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῦσι → two negatives make an affirmative
English (LSJ)
Pass., = κινέομαι, waver, sway backwards and forwards, A.Ch.196.
German (Pape)
[Seite 1441] = κινέομαι, hin u. her schwanken; ὅπως δίφροντις οὖσα μὴ 'κινυσσόμην Aesch. Ch. 196, daß ich nicht vom Zweifel hin u. her getrieben würde; Hesych. hat κηνυσσόμην, εἴδωλον ἐγενόμην, vgl. κίνυγμα.
French (Bailly abrégé)
seul. impf. Pass. ἐκινυσσόμην;
être agité, ballotté.
Étymologie: κινέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κινύσσομαι [κινέω] twijfelen.
Russian (Dvoretsky)
κῑνύσσομαι: (только impf.) колебаться Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
κῐνύσσομαι: παθ. = κινέομαι, κινοῦμαι ἐμπρὸς καὶ ὀπίσω, Αἰσχύλ. Χο. 196· πρβλ. κίνυγμα.
Greek Monolingual
κινύσσομαι (Α)
κινούμαι, ταλαντεύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κινυ- (πρβλ. κίνυμαι) + εκφραστικό επίθημα -σσομαι].
Greek Monotonic
κῑνύσσομαι: Παθ., κινέομαι, κινούμαι μπρος και πίσω, σε Αισχύλ.
Frisk Etymological English
See also: s. κινέω.
Middle Liddell
κῑνύσσομαι,
Pass. = κινέομαι, to sway backwards and forwards, Aesch.
Frisk Etymology German
κινύσσομαι: {kinússomai}
See also: s. κινέω.
Page 1,856